Το Φεβρουάριο του 2008, ο Δημήτρης Χριστόφιας, ΓΓ του ΑΚΕΛ αναλαμβάνει την προεδρία της Δημοκρατίας πετυχαίνοντας, με την υποστήριξη του ΔΗΚΟ, σαφή νίκη με αντίπαλο τον Ιωάννη Κασουλίδη, υποψήφιο του ΔΗΣΥ. Για πρώτη φορά στην ιστορία της κυπριακής Δημοκρατίας κυβερνά η αριστερά. Υλοποιείται έτσι ο στόχος που είχε τεθεί από το κόμμα το 1995 για αυτόνομη ανάληψη εκτελεστικής εξουσίας και όχι απλώς υποστήριξη άλλων να κυβερνήσουν. Το πολιτικό σκηνικό επανέρχεται στη διπολική σχέση δεξιάς – αριστεράς, με τη μια πολιτική δύναμη στην εξουσία και την άλλη στην αντιπολίτευση. Μετά από αρχική στάση ανοχής και στήριξης της πολιτικής Χριστόφια στο κυπριακό, η αντιπαράθεση επανήλθε στα συνήθη χαρακτηριστικά της.

Το θετικό κλίμα στο οποίο άρχισε η προεδρία Χριστόφια και οι προσδοκίες από το εκλογικό του σύνθημα για “δίκαιη κοινωνία και δίκαιη λύση”, γινόταν με το πέρασμα του χρόνου νεφελώδες. Στο κυπριακό, οι συνομιλίες με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη  Μεχμέτ Αλή Ταλάτ για ‘λύση κυπριακής ιδιοκτησίας’ σημείωσαν πρόοδο χωρίς όμως ουσιαστική προσέγγιση σε λύση. Επήλθε ανατροπή όταν την άνοιξη του 2010, ο Ταλάτ έχασε την εξουσία από τον εθνικιστή Ντερβίς Έρογλου, βετεράνο ηγέτη του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Η συνέχεια δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγική.

Η εσωτερική διακυβέρνηση άρχισε να παρουσιάζει φαινόμενα προηγούμενων κυβερνήσεων, με ευνοιοκρατικούς διορισμούς, εντάσεις στις σχέσεις με αξιωματούχους του κράτους και άλλα. Οι σχέσεις προεδρικού και βουλής γίνονται ιδιαίτερα προβληματικές σε βαθμό που γινόταν λόγος για ‘κυβερνώσα βουλή’ η οποία  παρέμβαινε στην εκτελεστική εξουσία. Το ΑΚΕΛ αντιμετώπιζε συχνά αρνητικές θέσεις ή ψήφο ακόμα και από την ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ που μετείχαν με υπουργούς στην κυβέρνηση. Πιο σημαντικό, ίσως, θέμα, ήταν οι επιπτώσεις από τη διεθνή οικονομική κρίση, η οποία, παρά τις διακηρύξεις πως η κυπριακή οικονομία ήταν υγιής σε βαθμό να μην επηρεάζεται, έκανε εμφανή την αρνητική επίδραση της και στην Κύπρο από το 2010. Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Μαΐου 2011, η Κυπριακή Δημοκρατία χάνει την πιστοληπτική ικανότητά της στις διεθνείς αγορές, αλλά η κυβέρνηση αδρανεί στη λήψη μέτρων.

Η προεκλογική εκστρατεία κάλυπτε βασικά το κυπριακό, την οικονομία και θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης, όπως επίσης το μεταναστευτικό. Ο ΔΗΣΥ εμφανίζεται σαν δύναμη ενοποιητική για αντιμετώπιση των προκλήσεων, μια προσέγγιση που είχε επίσης ρόλο απάντησης στην απομόνωση του απέναντι σε διακυβέρνηση από τα τρία άλλα σημαντικά κόμματα. Το ΔΗΚΟ, για άλλη μια φορά επικαλείται το παρελθόν από τον Μακάριο μέχρι τον Παπαδόπουλο, για να προβάλει εικόνα συνέπειας και προοπτικής για το μέλλον, ενώ υπενθυμίζει το ρόλο του για απόρριψη του Σχεδίου Αννάν στο δημοψήφισμα και τις θέσεις του στο κυπριακό. Η ΕΔΕΚ επικαλείται την ψήφο των πολιτών για να ενισχύσει τη δύναμη της προς όφελος του λαού, ενώ μαζί με το ΕΥΡΩΚΟ απορρίπτουν προτάσεις του Δημήτρη Χριστόφια που είχαν κατατεθεί στις συνομιλίες για το Κυπριακό.

Απέναντι στις άλλες πολιτικές δυνάμεις, το ΑΚΕΛ κάλεσε τους ψηφοφόρους να δώσουν απάντηση καθιστώντας με την ψήφο τους ισχυρό το κόμμα, προς όφελος του λαού. Επικαλείται τη διαχρονική προσφορά του κόμματος χωρίς να υπενθυμίζει αρνητικά στοιχεία της δεξιά διακυβέρνησης Γλαύκου Κληρίδη, όπως την αγορά πυραύλων S300 που κατέληξαν στην Κρήτη την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου το 1999-2000 και άλλα.

Η δυναμική της αντιπαράθεση δεξιάς και αριστεράς οδηγεί μέσω της πόλωσης στην ενίσχυση τόσο του ΑΚΕΛ όσο και του ΔΗΣΥ που πλησιάζουν ποσοστά παλαιοτέρων αναμετρήσεων. Ο ΔΗΣΥ κερδίζει τέσσερις μονάδες, ανεβαίνοντας σε 34,3% και 20 έδρες στη βουλή, ενώ το ΑΚΕΛ κερδίζει 1,6 μονάδες στο 32,7% και 19 έδρες στη βουλή. Η ΕΔΕΚ παραμένει στο ίδιο ποσοστό με τις προηγούμενες εκλογές, παρατηρείται όμως μετακίνηση επιρροής, με απώλειες στη Λευκωσία και κέρδη στη Λεμεσό και αλλού. Το ΔΗΚΟ, που δημοσκοπήσεις παρουσίαζαν να υφίσταται σημαντικές απώλειες, εξασφαλίζει 15.8%, δυο μονάδες και δύο έδρες λιγότερες (εννέα έναντι 11) από το 2006).

Το ενδιαφέρον εστιάζεται πιο έντονο στην αποχή, επειδή το ποσοστό της διπλασιάστηκε σχεδόν σε σχέση με το 2006, αφού ανήλθε σε 21,3% έναντι 11%. Ανησυχίες και εκκλήσεις, που εκδηλώθηκαν από κόμματα και κρατικούς αξιωματούχους πριν από τις εκλογές, λόγω ενδείξεων για ψηλή αποχή, δεν έπεισαν ψηφοφόρους να προσέλθουν σε αυξημένα ποσοστά στις κάλπες.

Σημειώνουμε πως λόγω διαφοροποίησης του συσχετισμού στον αριθμό ψηφοφόρων στις εκλογικές περιφέρειες, μια έδρα μεταφέρθηκε στη Λάρνακα από τη Λευκωσία, που έχουν στο εξής έξι και 20 έδρες αντίστοιχα.