Η Κύπρος έχει μόνο μερικές δεκαετίες ελεύθερης ζωής. Η γεωγραφική και στρατηγική θέση της αποτέλεσαν το μοιραίο χαρακτηριστικό του νησιού, που οδήγησε σε ατέλειωτους αιώνες υποταγής σε περιφερειακές ή μακρινές δυνάμεις κατοχής. Κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1960.

Υποτυπώδης πολιτική ζωή αρχίζει κατά τη βρετανική κατοχή (1878-1960). Πάσχει όμως από περιορισμούς που σκόπιμα επιβάλλει ο σχεδιασμός των θεσμών από τους διοικούντες, όπως επίσης από όσα συνεπάγεται η άσκηση πολιτικής σε μια χώρα υπό ξένη διοίκηση.

Με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (2/1959) η Κύπρος θα αποκτήσει, μετά από τετράχρονο αντιαποικιακό αγώνα, την ανεξαρτησία της. Η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε στις 16 Αυγούστου 1960.

Ήδη, το Δεκέμβριο του 1959 πραγματοποιούνται οι πρώτες εκλογές για πρόεδρο και αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας. Τον Ιούλιο του 1960 εκλέγονται τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων ενώ τα μέλη των κοινοτικών συνελεύσεων ακολουθούν τον Αύγουστο.

Η διάσπαση του δικοινοτικού κράτους, το 1963, με την παραμονή της εξουσίας αποκλειστικά σε ελληνοκυπριακά χέρια καθυστερεί τις επόμενες προεδρικές μέχρι το 1968, ενώ η Βουλή ανανεώνεται μόλις το 1970.

Μέχρι το 1968, το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού – ΑΚΕΛ παραμένει το μόνο κόμμα και η πιο σημαντική οργανωμένη πολιτική δύναμη στην Κύπρο. Το Μάιο του 1968 δημιουργείται το Δημοκρατικό Εθνικό Κόμμα – ΔΕΚ, και τον Φεβρουάριο του 1969, μέσα σε μια βδομάδα, ιδρύονται ακόμα τέσσερα κόμματα. Είναι το Ενιαίον Κόμμα της Εθνικόφρονος Παρατάξεως – Ενιαίον, η Ενιαία Δημοκρατική Ένωση Κέντρου – ΕΔΕΚ, η Προοδευτική Παράταξη και το Προοδευτικό Κόμμα.

Το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή του 1974 οδηγούν σε κατάρρευση ορισμένες πολιτικές δυνάμεις. Αυτό δίνει δυνατότητα να αναδειχθούν νέα κόμματα. Το 1976 ιδρύονται η Δημοκρατική Παράταξη (αργότερα ονομάζεται Δημοκρατικό Κόμμα – ΔΗΚΟ) και ο Δημοκρατικός Συναγερμός – ΔΗΣΥ, για να ακολουθήσουν αργότερα άλλα, μικρά κόμματα, πλείστα από τα οποία δεν επιβιώνουν στο χρόνο.

Σημαντική εξέλιξη η οποία ευνόησε την ίδρυση νέων κομμάτων ήταν η αλλαγή του εκλογικού συστήματος με την υιοθέτηση της απλής αναλογικής το 1995. Εμφανίζονται τότε νέα σχήματα από τα οποία επιβιώνει το Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών, ενώ άλλα μετασχηματίζονται, συγχωνεύονται ή εκλείπουν.

Διασπάσεις κατά ή μετά το δημοψήφισμα του 2004 για το Σχέδιο Αννάν οδήγησαν επίσης στην εμφάνιση νέων κομμάτων, που επίσης απέτυχαν να επιβιώσουν και να καθιερωθούν.

Στις εκλογές του 2016, σχήματα που είχαν ιδρυθεί πρόσφατα πέτυχαν να εισέλθουν στη Βουλή. Στην επιτυχία τους συνέβαλαν η εξασθένιση των δεσμών πολιτών με τα παραδοσιακά κόμματα και την πολιτική, αλλά και, μεταξύ άλλων, αντίδραση του εκλογικού σώματος στην αύξηση από τα μεγάλα κόμματα του ορίου εισόδου στη Βουλή. Πρόσθετα, μεγάλη αποχή φαίνεται να επηρεάζει πολύ την επιρροή, κυρίως, των παλιότερων, παραδοσιακών κομμάτων.

Η Τουρκοκυπριακή Κοινότητα

Το Σύνταγμα του 1960 χωρίζει το εκλογικό σώμα και τις διαδικασίες για την ελληνική και την τουρκική κοινότητα. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα εξέλεξε (χωρίς ανθυποψήφιο) τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Δεκέμβριο του 1959, και τον Ιούλιο / Αύγουστο 1960 τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης.

Η κρίση των Χριστουγέννων του 1963 και η κατάρρευση της δικοινοτικότητας, και ο διαχωρισμός του πληθυσμού που ακολούθησε, οδήγησαν τους Τουρκοκύπριους να δημιουργήσουν τις δικές τους διοικητικές δομές. Αυτά επισημοποιήθηκαν σε κάποιο βαθμό με την ανακήρυξη «Αυτόνομης Προσωρινής Διοίκησης», στις 30 Δεκεμβρίου 1967. Όταν η κυβέρνηση της Δημοκρατίας που παρέμεινε σε ελληνοκυπριακά χέρια διοργάνωσε εκλογές, οι Τουρκοκύπριοι προχώρησαν με τις δικές τους, αποφεύγοντας όμως την αναμέτρηση.

Το 1970, δημιουργήθηκε το αριστερό Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα (CTP), ως αντιπολίτευση στην ηγεσία της κοινότητας.

Μετά την εισβολή του τουρκικού στρατού και την κατάληψη τμήματος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το καλοκαίρι του 1974, έγινε πλήρης εδαφικός διαχωρισμός του πληθυσμού. Οι Τουρκοκύπριοι κήρυξαν το «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου – TFSC», τον Φεβρουάριο του 1975, το οποίο διαδέχθηκε η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου – TRNC» στις 15 Νοεμβρίου1983. Δεν κατάφεραν να αποκτήσουν διεθνή αναγνώριση και, μέχρι σήμερα, η ΤΔΒΚ αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.

Τα πιο σημαντικά τουρκοκυπριακά κόμματα είναι το αριστερό Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα – CTP, που ιδρύθηκε το 1970, το δεξιό συντηρητικό Κόμμα Εθνικής Ενότητας – UBP, που ιδρύθηκε το 1975 από τον Rauf Denktaş, το κεντρο-αριστερό Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης – TKP (1976 ), και το συντηρητικό Δημοκρατικό Κόμμα – DP (1992), που είχε αποσπαστεί από το UBP. Έχει επίσης δημιουργηθεί ένας σημαντικός αριθμός μικρότερων κομμάτων, τα οποία συνήθως είναι βραχύβια. Το Κόμμα Τουρκικής Ένωσης – TBP, με ηγέτες βετεράνους του τουρκικού στρατού, ιδρύθηκε το 1979 και αργότερα (αρχές 1985) συγχωνεύθηκε με το Κόμμα Αναγέννησης – YDP. Εκπροσωπούσαν τους Τούρκους υπηκόους, εποίκους που εγκαταστάθηκαν μετά την εισβολή στο βόρειο τμήμα του νησιού και τους δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα. Το YDP διεκδίκησε τις εκλογές του 1985 και εξασφάλισε το 8,8% των ψήφων. Εν συνεχεία συγχωνεύτηκε με το Δημοκρατικό Κόμμα, το 1992, για να επανέλθει ξανά ως ξεχωριστός σχηματισμός, το 2017.

Τον Ιανουάριο του 2016, ο Kudret Özersay, πρώην Τουρκοκύπριος διαπραγματευτής στις διακοινοτικές συνομιλίες, ίδρυσε το Halkin Partisi – Λαϊκό Κόμμα – HP. Το νέο κόμμα διεκδίκησε με επιτυχία τις εκλογές του Ιανουαρίου 2018.

Τα φαινόμενα της αποξένωσης των πολιτών από την πολιτική και τα πολιτικά κόμματα που παρατηρούνται στην ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι επίσης ενδημικά στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η αποδυνάμωση των δεσμών πολιτών-κομμάτων και η απότομη αύξηση της αποχής από την πολιτική και τις εκλογές είναι κοινές και στις δύο κοινότητες.

Οι διασπάσεις και ο σχηματισμός νέων πολιτικών κομμάτων από αντιφρονούντες είναι συχνό φαινόμενο της τουρκοκυπριακής πολιτικής ζωής. Ενώ αυτό εμφανίστηκε πιο συχνά και έπληξε κυρίως το Κόμμα Εθνικής Ενότητας – UBP, έχει συμβεί και σε άλλα κόμματα. Δεδομένου ότι οι Τουρκοκύπριοι έχουν κοινοβουλευτικό σύστημα, τέτοιες διασπάσεις και αποχωρήσεις έχουν προκαλέσει συχνά κατάρρευση κυβέρνησης. Αυτό συνέτεινε στην αστάθεια που ήδη προκαλεί ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων και η ανάγκη για συνασπισμούς. Διασπάσεις ή διαφωνίες κομμάτων σε μια κυβέρνηση συνασπισμού έχουν οδηγήσει σε εναλλαγή στην εξουσία ή σε αναπληρωματικές εκλογές.