Οι εκλογές της 8ης Δεκεμβρίου 1985 διεξάγονται για πλήρωση αυξημένου αριθμού εδρών, μετά από απόφαση της Βουλής να διευρύνει το σώμα με 80 αντί 50 έδρες, από τις οποίες 56 καταλαμβάνονται από Έλληνες βουλευτές.
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της εκλογής είναι, αναμφίβολα, η δραματική πτώση των ποσοστών του ΑΚΕΛ, το οποίο, από πρώτο σε ισχύ κόμμα, κατέρχεται στην τρίτη θέση, μερικές εκατοντάδες ψήφους πιο κάτω από το ΔΗΚΟ. Η εκλογική αποτυχία του ΑΚΕΛ σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πτώση του κατά πέντε και πλέον μονάδες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι, από την προηγούμενη εκλογή του 1981, παρέμενε για κατανομή ποσοστό ψήφων ίσο με 7,5%, το άθροισμα της δύναμης των ΠΑΜΕ, ΝΕΔΗΠΑ και Ένωσης Κέντρου, που δεν μετέχουν με δικούς τους συνδυασμούς στη νέα αναμέτρηση.
Η επίσπευση των εκλογών περιόρισε σε τέσσερις τους διεκδικητές των, λόγω μη εμφάνισης νέων κομμάτων. Ήταν φυσικό να υπάρχει περιθώριο να αναδειχθούν από τις κάλπες τέσσερις νικητές, αν όλοι κατάφερναν να πάρουν μερίδιο των περισσευμάτων του 1981. Τελικά ευτύχησαν μόνο τρία κόμματα, ευνοήθηκαν, όμως, ιδιαίτερα το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ.
Το ΔΗΚΟ πέτυχε αύξηση της ισχύος του σε 27,7%, κατά οκτώ μονάδες ή 40% σε σχέση με το 1981. Καταλαμβάνει 16 έδρες. Είναι πραγματικός θρίαμβος αν ληφθεί υπόψη ότι για ένα χρόνο βρισκόταν στο στόχαστρο και δεχόταν την πολεμική των δυο μεγάλων κομμάτων, τα οποία στηρίζονταν σε ισχυρούς κομματικούς μηχανισμούς για να περάσουν τις θέσεις τους. Το γεγονός ότι ο Σπύρος Κυπριανού είχε ήδη προσελκύσει μέρος των ψηφοφόρων των μικρών κομμάτων από το Φεβρουάριο του 1983 (πάνω από τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες) δεν μπορεί να μειώσει το μέγεθος της επιτυχίας του 1985.
Η ΕΔΕΚ γνωρίζει, επίσης, σημαντική αύξηση (35,5%) της ισχύος της η οποία για πρώτη φορά καταμετράται με διψήφιο αριθμό (11,07%) και εκλέγει έξι βουλευτές. Υπερβαίνει σημαντικά το οριακό 8% του 1981, για είσοδο στη βουλή.
Με βάση όσα εκθέσαμε πιο πάνω, προβάλλει εύλογο το ερώτημα κατά πόσο το 33,6% με αύξηση 1,64 μονάδες ή 5% του ποσοστού που είχε το 1981, αποτελεί πραγματικά επιτυχία για τον ΔΗΣΥ. Μετά από αγώνα ενός χρόνου εναντίον του προέδρου, το κόμμα αύξησε την ισχύ του σε σχέση με το 1981, είχε, όμως, απώλειες 0,5 μονάδας σε σύγκριση με το ποσοστό που ο Γλαύκος Κληρίδης είχε πάρει στις προεδρικές του 1983 (33,96%). Από αυτή την οπτική γωνία, αναμφίβολα, το αποτέλεσμα των βουλευτικών δεν αποτελεί σαφή νίκη για τον ΔΗΣΥ, κάτι που αντισταθμίζει κάπως η πρωτιά και η εκλογή 19 από τους 56 βουλευτές.
Το ΑΚΕΛ έπαθε πραγματικό όλεθρο αφού με 27,4% απώλεσε 5,34 μονάδες ή 16,3% της δύναμης του. Η έκπληξη γίνεται ακόμα πιο μεγάλη αν ληφθεί υπόψη ότι το κόμμα χαρακτήριζε πάντα ικανή και ισχυρή κομματική μηχανή, η ψηλή συσπείρωση και η μονολιθική συνοχή σε όλα τα επίπεδα.
Σε τελευταία ανάλυση, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ προκάλεσαν τις εκλογές με στόχο την εξουδετέρωση του Σπύρου Κυπριανού, αλλά οι ενέργειες τους αποδείκτηκαν πραγματικό μπούμεραγκ.