Η διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη της πρώτης Βουλής αναμενόταν αμέσως μετά τις πρώτες προεδρικές εκλογές της 13ης Δεκεμβρίου 1959. Σημειώνεται, όμως, καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις για τις τελικές συνταγματικές ρυθμίσεις της ανεξαρτησίας και τις αγγλικές βάσεις, στοιχείο που επηρεάζει τον καθορισμό ημερομηνίας των εκλογών. Αρχικά αναφέρθηκε πως θα διεξάγονταν στις αρχές Ιανουαρίου 1960, στη συνέχεια τον Φεβρουάριο, για να ορισθούν τελικά στις 31 Ιουλίου 1960.

Ο εκλογικός νόμος που δημοσιεύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1959 όριζε έξι περιφέρειες που αντιστοιχούσαν στις έξι επαρχίες, με αριθμό εδρών ανάλογο του πληθυσμού κάθε μιας. Υιοθετούσε το πλειοψηφικό σύστημα με δυνατότητα επιλογής υποψηφίων από διαφορετικά κόμματα. Με το σύστημα αυτό υπήρχε δυνατότητα να περιέλθουν όλες οι έδρες σε ένα μόνο κόμμα, αν όλοι οι υποψήφιοι του πλειοψηφούσαν σε όλες τις επαρχίες, όπως υποδήλωνε ο συσχετισμός δυνάμεων τότε.

Το ΑΚΕΛ αντέδρασε έντονα στον εκλογικό νόμο και για αρκετές εβδομάδες η εφημερίδα Χαραυγή δημοσίευε άρθρα και αναλύσεις για τα πλεονεκτήματα και το δημοκρατικό χαρακτήρα συστήματος απλής αναλογικής. Αυτό δεν είχε αποτέλεσμα και ίσως να υπήρξε ο βασικός λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε από τον Μακάριο προεκλογικός καταμερισμός των εδρών. Προέβλεπε 30 έδρες για το Πατριωτικό Μέτωπο και πέντε έδρες για το ΑΚΕΛ – με μερίδιο τουλάχιστον 30% του εκλογικού σώματος (2 στη Λευκωσία και ανά 1 σε Αμμόχωστο, Πάφο και  Λεμεσό). Αυτή η διευθέτηση έγινε γνωστή αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1959.

Με βάση αυτή τη συνεννόηση, καταβλήθηκε έντονη προσπάθεια να αποφευχθούν εκλογές, με επιχείρημα πως έτσι διασφαλιζόταν η ενότητα του λαού και ενισχυόταν η ηγεσία του απέναντι στην άλλη κοινότητα. Η προσπάθεια δεν είχε αποτέλεσμα παρά μόνο στην επαρχία Πάφου όπου τρεις υποψήφιοι του ΠΜ και ένας του ΑΚΕΛ ανακηρύσσονται βουλευτές χωρίς εκλογή.

Η Δημοκρατική Ένωση, χωρίς πλέον τους συμμάχους με τους οποίους διεκδίκησε την προεδρία, αποφάσισε να μη μετάσχει στις βουλευτικές εκλογές. Στην πραγματικότητα δεν κατόρθωσε να οργανωθεί σε συγκεκριμένο σχήμα. Ορισμένοι αγωνιστές που παρέμεναν προσηλωμένοι στην επιδίωξη της Ένωσης ή ήταν δυσαρεστημένοι με τη νέα κατάσταση , διεκδικούν εκλογή στη Λευκωσία και την Κερύνεια, ως Παγκύπριος Σύνδεσμος Αγωνιστών. Παρουσιάζονται επίσης μερικοί ανεξάρτητοι υποψήφιοι, ανάμεσα τους μια γυναίκα, η δικηγόρος Καλλισθένη Μαούνη στη Λεμεσό. Τελικά, όμως, (όπως συνέβηκε ήδη με άλλους) η Καλλισθένη  αποσύρει την υποψηφιότητα της, μετά την ανακήρυξη των βουλευτών Πάφου. Δημοσιεύματα στον τύπο υποδεικνύουν προφανώς αύξηση των πιέσεων για απόσυρση υποψηφίων πέραν του ΠΜ και του ΑΚΕΛ.

Έτσι, στις 31 Ιουλίου του 1960, δυο μόνο βδομάδες πριν την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, πραγματοποιούνται οι βουλευτικές εκλογές. Στις 7 Αυγούστου ακολούθησε η εκλογή για τα μέλη των Κοινοτικών Συνελεύσεων, επίσης με βάση καταμερισμό εδρών μεταξύ ΠΜ και ΑΚΕΛ. Στην περίπτωση αυτή, η προσπάθεια αποφυγής αναμέτρησης υπήρξε πιο επιτυχής, με εξαίρεση την Κερύνεια.

Το αποτέλεσμα είχε ήδη κριθεί από τη στιγμή που το ΠΜ και το ΑΚΕΛ προήλθαν σε συμφωνία. Οι υποψήφιοι τους, που συνολικά δεν ξεπερνούσαν τον αριθμό των εδρών, ήταν και οι βέβαιοι νικητές.

Τα αποτελέσματα

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της πρώτης βουλευτικής εκλογής αποτελεί χωρίς αμφιβολία η περιφρόνηση που επέδειξε σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος προς τη θεμελιώδη διαδικασία της δημοκρατίας: Πάνω από 35% των εκλογέων δεν προσήλθαν στις κάλπες για να ασκήσουν το δικαίωμα τους, παρά το γεγονός ότι είχε γίνει προσπάθεια να περιορισθεί η αποχή.

Το πιο μεγάλο ποσοστό αποχής σημειώνεται στη Λάρνακα, όπου (όπως και στην Κερύνεια) δεν είχε υποψηφίους του ΑΚΕΛ. Στη Λάρνακα, 60 σε κάθε 100 εκλογείς παρέμειναν μακριά από τις κάλπες, κρίνοντας πως η συμμετοχή τους δεν είχε νόημα. Φυσικά, η κατάσταση στα εκλογικά κέντρα και τις κοινότητες παρουσιάζει ακόμα πιο ακραίες τάσεις: Το ποσοστό αποχής στα μισά περίπου από τα 44 εκλογικά κέντρα της περιφέρειας Λάρνακας κυμαίνεται μεταξύ 60 και 80%, ενώ σε μια περίπτωση φθάνει σε 94%. Η απουσία ουσιαστικού λόγου πραγματοποίησης και ο ευνουχισμός της εκλογής, αφαίρεσαν από πολλούς ψηφοφόρους της Λάρνακας κάθε κίνητρο για προσέλευση στην κάλπη. Ιδιαίτερα έντονο είναι το φαινόμενο της αποχής ανάμεσα σε οπαδούς του ΑΚΕΛ, αφού δεν υπήρχε κομματικός υποψήφιος. Διαφαίνεται ποσοστό αποχής ανάλογο με την ισχύ του κόμματος σε κάθε κοινότητα.

Στην επαρχία Λευκωσίας, η αποχή ισούται με το παγκύπριο ποσοστό (35%), αλλά σε ορισμένα εκλογικά κέντρα ξεπερνά το 70%. Ειδικά στην πόλη και τα προάστια της, σε πάνω από 20 (σύνολο 140) εκλογικά κέντρα, η αποχή κυμαίνεται από 50-72%.

Σε ότι αφορά στα ποσοστά που εξασφάλισαν οι συνδυασμοί και οι ανεξάρτητοι, σημειώνουμε τα πιο κάτω:

  • Το ποσοστό που παίρνει το ΑΚΕΛ στις τρεις επαρχίες που έχει υποψηφίους αντιστοιχεί με 42,9% των έγκυρων ψήφων, που υποδεικνύει μεγάλη ισχύ, παρά τα τραύματα με τα οποία εξέρχεται από το 1955-1959 λόγω της απουσίας του από τον αγώνα της ΕΟΚΑ.
  • Τα ποσοστά που εξασφάλισαν οι υποψήφιοι του Παγκύπριου Συνδέσμου Αγωνιστών φθάνουν μέχρι 21,4% (Κερύνεια), όπου φαίνεται σημαντική η επιρροή της μητρόπολης, από την οποία εκπορεύεται η κριτική κατά του Μακαρίου και της εξουσίας του.
  • Τέλος, αξιόλογα είναι επίσης τα ποσοστά που πήραν ανεξάρτητοι υποψήφιοι, με πιο ψηλό το 12,6%.

Τουρκοκυπριακή κοινότητα

Προσπάθεια αποφυγής εκλογών καταβλήθηκε επίσης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, με επιχειρήματα ανάλογα με αυτά της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Βασική διαφορά ήταν η απουσία δεύτερης πολιτικής δύναμης, ανάλογης του ΑΚΕΛ. Το Εθνικό Μέτωπο προσπάθησε να επιβάλει μόνο τους δικούς του υποψηφίους, αλλά παρουσιάστηκαν ανεξάρτητοι σε τρεις επαρχίες, στην Αμμόχωστο, τη Λεμεσό και την Πάφο. Οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι της Λεμεσού πλειοψήφησαν στα αστικά εκλογικά κέντρα αλλά δεν κατάφεραν να εκλεγούν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον τύπο, προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για προσβολή της ακεραιότητας της διαδικασίας, κάνοντας λόγω για παρατυπίες, εστιάσεις και πιέσεις. Δεν έχουμε όμως εντοπίσει αν υπήρξε δικαστική απόφαση στο θέμα.

Εκλογή για την Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση δεν έγινε γιατί δεν υπήρξαν δεν υπήρξαν διεκδικητές των εδρών από υποψηφίους πέραν του Εθνικού Μετώπου.