Μετά την επικράτηση του στην αναμέτρηση του 2009, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, ΚΕΕ – UBP επανήλθε στην εξουσία, ενώ από τον Απρίλιο 2010 ο αρχηγός του, Derviş Eroğlu, αναδεικνύεται στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Για μια ακόμα φορά στην ιστορία του, το ΚΕΕ υφίσταται διάσπαση και απώλεια της εξουσίας τον Μάιο 2013, λόγω αποχώρησης οκτώ βουλευτών του. Οι πρόωρες εκλογές, στις 28 Ιουλίου 2013, έδωσαν τη νίκη στο Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, (ΡΤΚ – CTP) με 38,4%, ενώ το ΚΕΕ – UBP υποχώρησε κατά 17 μονάδες σε σύγκριση με το 2009, σε 27,3%, με το Δημοκρατικό Κόμμα, (ΔΚ – DP) να ακολουθεί με 23,2%.

Η οικονομική κρίση υπήρξε βασικό πρόβλημα σε αυτή την περίοδο, για αμφότερες τις πλευρές στην Κύπρο. Ήδη, μετά την εκλογή του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον Φεβρουάριο 2013, ο Νίκος Αναστασιάδης αφιέρωσε τον πρώτο χρόνο στη διαχείριση των προβλημάτων στην οικονομία. Το κυπριακό αφέθηκε να περιμένει, ενώ γινόταν επίσης προσπάθεια για τη διαμόρφωση πλαισίου για τις συνομιλίες, τη διαδικασία και τους στόχους των. Επανήρχισαν μετά από έκδοση κοινού ανακοινωθέντος Αναστασιάδη – Eroğlu στα μέσα Φεβρουαρίου 2014. Δεν άργησε όμως να προκληθεί αδιέξοδο από το καλοκαίρι του 2014, εξαιτίας ερευνών για υδρογονάθρακες στην ανατολική Μεσόγειο. Η στασιμότητα συνεχίστηκε μέχρι την αναμέτρηση του Απριλίου 2015 για την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων.

Υποψήφιοι, αντίπαλοι του Derviş Eroğlu, ο οποίος διεκδικούσε επανεκλογή σε ηλικία 77 ετών, ήταν οι ακόλουθοι:

Ο Mustafa Akıncı, ο οποίος είχε ήδη πλούσια δράση στην πολιτική ζωή των Τουρκοκυπρίων. Ως δήμαρχος Λευκωσίας για τους Τουρκοκυπρίους είχε συνεργαστεί με τον δήμαρχο Λευκωσίας, Λέλλο Δημητριάδη, σε εποχές δύσκολες για διακοινοτική συνεργασία, μετά το 1978. Τα δυο μεγάλα έργα τους ήταν το κεντρικό αποχετευτικό σύστημα, που κάλυπτε ολόκληρη τη μοιρασμένη πόλη και το ενιαίο ρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο προγραμμάτισε την ανάπτυξη της πόλης με τρόπο που κατά την επανένωση της θα ήταν έτοιμη με κοινές υποδομές. Υπήρξε επίσης ηγέτης του Κόμματος Κοινοτικής Απελευθέρωσης, KKA – TKP, το οποίο ιδρύθηκε το 1976, για 14 χρόνια (1987 – 2001). Στη συνέχεια αναλαμβάνει την ηγεσία του Κινήματος Ειρήνης και Δημοκρατίας – ΚΕΔ – BDH που δημιουργήθηκε το 2003 με στόχο τη λύση και την ένταξη ενωμένης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρέδωσε την ηγεσία όταν το κίνημα συνενώθηκε με το πρώην κόμμα του, το ΚΚΑ σε νέο σχήμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ΣΔΚ – TDP, το 2007. Η υποψηφιότητα του υποστηρίκτηκε από το ΣΔΚ.

Η Sibel Siber, ως υποψήφια του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος. Διετέλεσε πρόεδρος της βουλής και πριν την αναμέτρηση του Ιουλίου 2013 ανέλαβε την εξουσία στη μεταβατική περίοδο για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Ήταν η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε παρόμοιο αξίωμα.

Ο Kudret Özersay, είχε διοριστεί από τον Eroğlu συνομιλητής στο Κυπριακό, το Φεβρουάριο 2014, για να παραιτηθεί μερικούς μήνες αργότερα όταν ανακοίνωσε την πρόθεση του να είναι υποψήφιος. Υπήρξε ακαδημαϊκός και ιδρυτής ενός κινήματος με τίτλο “Toparlanıyoruz”.

Υποψηφιότητα υπέβαλαν επίσης ο Mustafa Onurer, υποψήφιος του μικρού σχήματος Σοσιαλιστικό Κόμμα Κύπρου, και οι ανεξάρτητοι Arif Salih Kırdağ και Mustafa Ulaş.

Ο Derviş Eroğlu, με την υποστήριξη του κόμματος του και του Δημοκρατικού Κόμματος – DP, με ηγέτη τον Serdar Denktaş, υποσχέθηκε σύντομη λύση στο κυπριακό, να ιδρύσει Λαϊκό Συμβούλιο για το κυπριακό, Συμβούλιο Νεολαίας και Συμβούλιο για τη Γυναίκα. Τόνιζε τη στενή σχέση με την Τουρκία και την ανάγκη να παραμείνει εγγυήτρια για την Κύπρο.

Ο Mustafa Akıncı παρουσίασε τέσσερις άξονες, να ακολουθήσει πολιτικές για λύση στο κυπριακό, να είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος πρόεδρος, να αποκρίνεται κατάλληλα σε κοινωνικά προβλήματα και να έχει σχέση αμοιβαίου σεβασμού με την Τουρκία. Το τελευταίο βρισκόταν σε απόκλιση από την πρακτική που ήθελε την Τουρκία σε θέση προστάτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Παρέπεμπε σε διαχρονική θέση του Akıncı, για χειραφέτηση των Τουρκοκυπρίων, που ήδη το 2001 τον είχε φέρει σε σύγκρουση με την Άγκυρα.

Η Sibel Siber έδωσε έμφαση στην ανάγκη επίλυσης του κυπριακού, στην προαγωγή κοινωνικής δικαιοσύνης για όλους, εννοώντας Τουρκοκύπριους και έποικους από την Τουρκία, όπως επίσης αυξημένο ρόλο του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων σε κοινοτικά θέματα.

Ο Kudret Özersay πρόβαλε τη θέση πως έπρεπε να τεθεί τέλος στο νεποτισμό και στις πολιτικές εξυπηρετήσεων οπαδών που ακολουθούσαν τα κόμματα. Στόχος του είπε ήταν η αποκατάσταση του ρόλου των θεσμών που είχαν αποξενωθεί από το κοινό.

Παρά τα σημαντικά θέματα που κρίνονταν με την εκλογή, η συμμετοχή υπήρξε χαμηλή. Περιορίστηκε σε 62,4 %, επιβεβαιώνοντας την εμπειρία της πολιτικής επιστήμης, πως σε περιόδους κρίσεως μεγαλώνει η αποξένωση από τα κοινά. Τα αποτελέσματα έφεραν τέσσερις υποψήφιους σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, με τον Eroğlu επικεφαλής, με 28,2%. Με 26,9% ακολουθούσε ο Akıncı, με 22,5% η Siber και 21,3% ο Özersay.

Στο δεύτερο γύρο προκρίθηκαν οι Eroğlu και Akıncı. Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα τάχθηκε υπέρ της υποψηφιότητας Akıncı, ενώ ο Özersay εμφανίστηκε δυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα και ανακοίνωσε πως δεν θα καλέσει σε υποστήριξη προς τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο.

Η επικράτηση Akıncı υπήρξε σαφής, με ποσοστό 60,5%. Παρά τη σημασία της αναμέτρησης, η κινητοποίηση των ψηφοφόρων παρέμεινε σε χαμηλά ποσοστά, με τη συμμετοχή να υπερβαίνει ελαφρά το 64%.