Η εκλογή του Mehmet Ali Talat και η προηγηθείσα κατά δυο μήνες επικράτηση του κόμματος του συνέπεσαν με μια δύσκολη περίοδο στις προσπάθειες για εξεύρεση λύσης στο κυπριακό πρόβλημα. Η απόρριψη από τους Ελληνοκυπρίους του Σχεδίου Αννάν ένα χρόνο νωρίτερα και η παρουσία του Τάσσου Παπαδόπουλου στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, βασικού συντελεστή στην απόρριψη του Σχεδίου, προδιέγραφαν αρκετά εμπόδια σε κάθε προσπάθεια για πρόοδο στην αναζήτηση λύσης. Παρόλα, αυτά, με πρωτοβουλίες του Παπαδόπουλου έγινε δυνατή η υπογραφή μιας συμφωνίας που επανέθετε το πλαίσιο αρχών για λύση του κυπριακού. Επαναβεβαιωνόταν η επιδίωξη για επανένωση της Κύπρου στη βάση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και πολιτικής ισότητας όπως ορίζεται σε σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Οι ηγέτες αναλάμβαναν να προωθήσουν συνομιλίες, ενώ, παράλληλα, τεχνικές επιτροπές θα επιλαμβάνονταν θεμάτων της ‘καθημερινότητας των πολιτών’. Η συμφωνία δεν διέσπασε το αδιέξοδο, και διέρρευσαν 14 μήνες πριν πραγματοποιηθεί συνάντηση των δυο ηγετών, στις αρχές Σεπτεμβρίου 2007, μετά από πρόσκληση του Ελληνοκύπριου ηγέτη. Παρά τη συνάντηση, παρέμεινε το αδιέξοδο λόγω διαφωνιών για τη σύσταση και το ρόλο των τεχνικών επιτροπών και τη διαδικασία για επανέναρξη των συνομιλιών.

Τον Φεβρουάριο 2008, ο Τάσσος Παπαδόπουλος απέτυχε να επανεκλεγεί, και η ανάδειξη του Δημήτρη Χριστόφια στην προεδρία της Δημοκρατίας χαιρετίστηκε από διάφορες πλευρές σε Κύπρο και εξωτερικό σαν “ευκαιρία για λύση”. Πολλοί επένδυαν στο γεγονός πως οι δυο ηγέτες, Talat και Χριστόφιας είχαν κοινή ιδεολογική βάση γιατί ανήκαν στο χώρο της αριστεράς, ενώ δεν έφεραν ευθύνη για τη δημιουργία του Κυπριακού προβλήματος. Φυσικά, τους διέφευγε το γεγονός πως ήταν πλέον ηγέτες των κοινοτήτων τους και επεδίωκαν εξυπηρέτηση γενικών, όχι κομματικών στόχων και συμφερόντων.

Παρά την ιδεολογική συγγένεια, οι δυο ηγέτες αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες στην προσπάθεια να συμφωνήσουν στη διαδικασία για επανέναρξη συνομιλιών, που επιτεύχθηκε τον Σεπτέμβριο 2008. Η αναμενόμενη πρόοδος υπήρξε περιορισμένης έκτασης, σε επιμέρους θέματα.

Ο Mehmet Ali Talat και ο Δημήτρης Χριστόφιας δεν απέφυγαν δηλώσεις και αντι-δηλώσεις που δημιουργούσαν εντάσεις στις σχέσεις τους και δυσκολίες στις συνομιλίες. Το κλίμα επηρεάστηκε μέχρι κάποιο βαθμό αρνητικά μετά τη νίκη του Κόμματος Εθνικής Ενότητας σε πρόωρες εκλογές στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, τον Απρίλιο 2009. Κερδισμένος ήταν ο Derviş Eroğlu, που μετά την απώλεια ηγεσίας του ΚΕΕ-UBP το 2006 είχε θεωρηθεί πως θα ήταν παρελθόν στην πολιτική ζωή. Επανήλθε όμως επικεφαλής του κόμματος, τον Νοέμβριο του 2008, και λίγους μήνες αργότερα έφερε το ΚΕΕ-UBP στην εξουσία, με ποσοστό 44,1%, έναντι 29,2% του Τουρκικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με ηγέτη πλέον τον Ferdi Sabit Soyer.

Η ήττα αποδόθηκε από αναλυτές σε κακές πολιτικές επιλογές από το ΡΤΚ – CTP και αποφάσεις που ευνοούσαν οπαδούς και στελέχη του. Ταυτόχρονα, η σημαντική απώλεια επιρροής (15 μονάδες) ήταν σοβαρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη προς το κόμμα και τον ίδιο τον Talat.

Υποψήφιοι στην αναμέτρηση του Απριλίου 2010, αντίπαλοι του Mehmet Ali Talat στη διεκδίκηση της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων ήσαν οι ακόλουθοι:

Ο Derviş Eroğlu, ο οποίος σε ηλικία 70 ετών είχε επανέλθει με αξιώσεις στην πολιτική ζωή, το 2008.

Ο Tahsin Ertuğruloğlu, ο οποίος ηγήθηκε του ΚΕΕ – UBP από το Νοέμβριο 2006 μέχρι το Νοέμβριο του 2008, όταν επανήλθε ο Eroğlu. Η απόφαση του να είναι υποψήφιος οδήγησε στην αποβολή του από το κόμμα.

Τέσσερις ανεξάρτητοι, από τους οποίους οι τρεις είχαν ήδη διεκδικήσει εκλογή το 2005, συμπλήρωσαν το ψηφοδέλτιο. Είναι οι Mustafa Kemal Tümkan, Arif Salih Kırdağ, Zeki Beşiktepeli, και Ayhan Kaymak.

Κύριο χαρακτηριστικό της αναμέτρησης υπήρξε η εξωτερική παρέμβαση, με ρητή ή σιωπηλή υποστήριξη προς την υποψηφιότητα του Mehmet Ali Talat. Από την πλευρά των Ηνωμένων Εθνών, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και τις κυβερνήσεις άλλων χωρών υπήρξαν ενδείξεις ή ενέργειες που ευνοούσαν τον απερχόμενο Τουρκοκύπριο ηγέτη. Αυτές οι παρεμβάσεις, όχι μόνο δεν καρποφόρησαν, ίσως να συνέβαλαν στην ήττα του Talat, προκαλώντας την αντίδραση των ψηφοφόρων. Είναι άξιο προσοχής το ποσοστό συμμετοχής στην αναμέτρηση, το οποίο ανήλθε σε 76.4%, αυξήθηκε δηλαδή κατά επτά μονάδες σε σύγκριση με το 2005.

Εκτός από τα πιο πάνω, το πρόβλημα που αντιμετώπισε το ΚΕΕ – UBP με την υποψηφιότητα Ertuğruloğlu δεν εμπόδισε τον Derviş Eroğlu να κερδίσει την αναμέτρηση από τον πρώτο γύρο. ¨Το πέτυχε με οριακή πλειοψηφία 50,4%, ενώ ο Mehmet Ali Talat περιορίστηκε σε ποσοστό 42,9%.

Είναι ενδιαφέρον να δούμε την ανάλυση των αποτελεσμάτων:

Παρά τη γενική άποψη μεταξύ των Ελληνοκυπρίων ότι η νίκη του Eroğlu οφείλεται σε μαζική ψήφιση από εποίκους από την Τουρκία, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι κέρδισε την πλειοψηφία μεταξύ όλων των ομάδων του πληθυσμού. Μόνο η πόλη της Λευκωσίας και τα προάστια έδωσαν στον Talat το προβάδισμα αλλά όχι την απόλυτη πλειοψηφία. Πρόκειται εδώ για τις περιοχές όπου βρίσκονταν κατά κανόνα οι περισσότεροι υποστηρικτές του Ντενκτάς, οι οποίοι, το 2003 άλλαξαν στάση για να γίνουν η πιο δυναμική ομάδα υπέρ της λύσης και ένταξης στην ΕΕ.

Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι παραδοσιακά τουρκοκυπριακές κοινότητες, που είχαν ελάχιστη ή καθόλου επαφή με Ελληνοκύπριους, φαίνονται σχεδόν εξίσου μοιρασμένες μεταξύ των δύο υποψηφίων, ενώ εκείνοι που εκτοπίστηκαν από το νότο το 1974 εγκαταλείπουν τον Talat σε μεγαλύτερο βαθμό, δίνοντας στον Eroğlu 50% (Talat 44%). Η συντριπτική στήριξή τους για λύση, στην περίοδο 2004-05, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο να αλλάξουν ξανά κατοικία σε περίπτωση διακανονισμού, μάλλον εξατμίστηκε. Μπορεί να είχαν απογοητευτεί από τις εξελίξεις ή να άλλαξαν οι στόχοι στους οποίους προσέβλεπαν μετά το πλαίσιο που προέκυψε μετά το 2003-2004 χωρίς λύση.

Έτσι, οι Τουρκοκύπριοι στράφηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό προς τον Eroğlu, ενώ οι έποικοι που συνέχιζαν τη συντριπτική τους υποστήριξη στους συντηρητικούς υποψηφίους του έδωσαν 64%. Το νέο στοιχείο είναι ότι το μερίδιο της Talat το 2005 και το 2010 (32%, 27,6%) δείχνει σημαντική διείσδυση σε αυτήν την ομάδα, από την οποία τα αριστερά κόμματα και οι υποψήφιοι δεν μπορούσαν να κερδίσουν περισσότερο από 15%. Αυτή η αλλαγή μπορεί να οφείλεται εν μέρει στην άσκηση εξουσίας από το CTP και τον Talat. Παρόλο που η κρίσιμη μάζα της ψήφου των εποίκων μπορεί να καθορίσει το αποτέλεσμα σε περίπτωση αμφίρροπων αναμετρήσεων ευνοώντας τους συντηρητικούς, η κατανομή της ψήφου των διαχρονικά δεν δικαιολογεί ισχυρισμούς ότι η υπεροχή του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ – UBP) ή η υπεροχή των Denktash / Eroğlu στηρίζεται σε αυτούς. Το κόμμα και οι συγκεκριμένοι ηγέτες εξασφάλιζαν σχεδόν πάντα την εύνοια της πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων επίσης.

Μετά τις εκλογές, αλλά και χρόνια αργότερα, ο Talat ισχυρίστηκε επανειλημμένα πως η ήττα του οφειλόταν στην πολιτική και τις θέσεις του Χριστόφια στις συνομιλίες. Προκάλεσαν απογοήτευση στους Τουρκοκυπρίους, στερώντας αυτόν και το κόμμα του της εμπιστοσύνης και της ψήφου τους. Παρά την επίδραση που έχει κατά κανόνα η πορεία των συνομιλιών στις πολιτικές στάσεις των Κυπρίων, η επίρριψη ευθύνης για τις ήττες στην άλλη πλευρά, στερεί τη δυνατότητα αυτοκριτικής για επιλογές στην εσωτερική πολιτική που καθόρισαν τη στάση των ψηφοφόρων.