Το Δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα

Στις 11 Νοεμβρίου 2002, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών παρέδωσε στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πλευρά ολοκληρωμένο σχέδιο για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Το σχέδιο ονομάστηκε Σχέδιο Ανάν, από τον Κόφι Ανάν, τον τότε ΓΓ του ΟΗΕ. Αυτό ήταν το πρώτο σχέδιο που αντιμετώπιζε κάθε λεπτομέρεια του προβλήματος σε 9000 σελίδες, ενώ απέμεναν ορισμένες μόνο λεπτομέρειες να συμφωνηθούν και κενά να συμπληρωθούν. Βασίστηκε σε συνομιλίες, σε δεκάδες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Λευκωσία, με συμμετοχή των Γλαύκου Κληρίδη και Rauf Denktash ως εκπροσώπων των δυο κοινοτήτων.

Το Σχέδιο Ανάν ήταν προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να επιτευχθεί διευθέτηση, ταυτόχρονα με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Μάιο του 2004. Οι προσπάθειες εξελίσσονταν παράλληλα με τις διαδικασίες διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δέκα νέα μέλη, την Κύπρο, τη Μάλτα και οκτώ πρώην κομμουνιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Προηγούνταν συγκεκριμένες προθεσμίες, η σύνοδος κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Κοπεγχάγη, στις 12 Δεκεμβρίου 2002, όταν επρόκειτο να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για τη διεύρυνση, και στις 16 Απριλίου 2003, ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ένταξης μεταξύ της ΕΕ και των υποψηφίων χωρών.

Οι προσπάθειες για συμφωνία, τόσο τον Δεκέμβριο του 2002, όσο και σε μια νέα προσπάθεια στη Χάγη, στις 11 Μαρτίου 2003, απέτυχαν επειδή η τουρκική πλευρά δήλωσε ότι δεν ήταν έτοιμη να αποφασίσει για το Σχέδιο. Εν τω μεταξύ, στην Τουρκία, ο Tayyip Erdogan, με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkınma Partisi – AKP), κέρδισε τις εκλογές και έγινε πρωθυπουργός τον Νοέμβριο του 2002, τη στιγμή που παρουσιάστηκε το σχέδιο του ΟΗΕ.

Στην Κυπριακή Δημοκρατία αναμένονταν προεδρικές εκλογές, οι οποίες επέφεραν, τελικά, αλλαγή κυβέρνησης, τον Φεβρουάριο του 2003. Ένας ευρύς συνασπισμός υποστήριξε και εξέλεξε στην Προεδρία τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο οποίος νίκησε τον μετριοπαθή Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος επεδίωξε επανεκλογή μόνο για 16 μήνες, προκειμένου να διασφαλίσει συμφωνία για το Σχέδιο.

Ο Κόφι Ανάν έφτασε στην Κύπρο στις 26 Φεβρουαρίου 2003, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τη δυναμική, με μια τροποποιημένη έκδοση του Σχεδίου του ΟΗΕ. Συναντήθηκε με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων και συνέχισε τις προσπάθειές του στη Χάγη λίγες μέρες αργότερα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος είπε εκεί ότι είναι έτοιμος να υπογράψει εφόσον συμπληρωθούν κάποια κενά και ξεκαθάρισε ότι δεν είχε πρόθεση να ανοίξει ξανά συζήτηση για σημαντικά θέματα. Η τουρκική πλευρά είπε ότι δεν ήταν έτοιμη να αποδεχθεί το Σχέδιο, καθώς είχε σοβαρές ενστάσεις για σημαντικές πρόνοιες του. Στις 16 Απριλίου 2003, ο Παπαδόπουλος υπέγραψε στην Αθήνα τη συμφωνία προσχώρησης και από εκεί φαινόταν ότι δεν υπήρχαν πιθανότητες για αναβίωση του Σχεδίου. Κατά το υπόλοιπο διάστημα του 2003 δεν παρουσιάστηκε καμία σημαντική εξέλιξη σε σχέση με το Σχέδιο, με την ελληνοκυπριακή πλευρά να μην κάνει τίποτα γι’ αυτό, ενώ, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ΜΚΟ και πολιτικά κόμματα συνέχισαν την προσπάθεια ενημέρωσης των πολιτών για τις πρόνοιες του Σχεδίου και τα οφέλη από την αποδοχή του.

Ο Tayyip Erdogan προχώρησε σε βήματα για να προωθήσει τα σχέδια του. Τον Δεκέμβριο του 2003 και την 1η Φεβρουαρίου 2004 επισκέφθηκε τις Βρυξέλλες, στις αρχές Ιανουαρίου 2004 επισκέφθηκε τη Γερμανία και την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου 2004 επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για πρώτη φορά, η πάγια τουρκική θέση, σύμφωνα με την οποία το Κυπριακό διευθετήθηκε με την εισβολή του Τουρκικού Στρατού, στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974 μεταβλήθηκε. Η Τουρκία δηλώνει δημόσια ότι ήταν έτοιμη να επιδιώξει διευθέτηση. Οι προσπάθειες για την προώθηση του Σχεδίου Ανάν αναβίωσαν ξαφνικά όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ κάλεσε τα εμπλεκόμενα μέρη στη Νέα Υόρκη στις 10 Φεβρουαρίου 2004. Εκεί, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε να συμμετάσχουν οι δύο ηγέτες, Παπαδόπουλος και Ντενκτάς σε εντατικές διαπραγματεύσεις, στη Λευκωσία από τις 19 έως τις 22 Μαρτίου για να καταλήξουν σε συμφωνία. Σε περίπτωση αποτυχίας, θα συναντιόνταν υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας. Εάν μέχρι τις 31 Μαρτίου δεν πετύχαιναν συμφωνία, ο ΓΓ θα παρουσίαζε το τελικό του σχέδιο, ενεργώντας ως επιδιαιτητής.

Πράγματι, ουδεμία συμφωνία επιτεύχθηκε, στην πραγματικότητα, δεν έλαβε χώρα οποιασδήποτε μορφής διαπραγματευτική διαδικασία και το τελικό Σχέδιο Ανάν V παρουσιάστηκε στις πλευρές τη νύχτα της 31ης Μαρτίου. Υποβλήθηκε για έγκριση από τις δυο κοινότητες σε χωριστά δημοψηφίσματα, στις 24 Απριλίου 2004.

Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα είχε ήδη κινητοποιηθεί με περίπου 90 οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών κομμάτων, συνδικάτων, κοινωνικών και άλλων ομάδων που ένωσαν δυνάμεις. Η πρώτη και πιο δυναμική από τις ομάδες ήταν η πλατφόρμα ‘This Country is Ours’. Ξεκίνησε την εκστρατεία υπέρ λύσης του Κυπριακού και ένταξης στην ΕΕ, με μαζικές συγκεντρώσεις, στα τέλη του 2002 και στις αρχές του 2003. Οι συντηρητικές δυνάμεις υποκίνησαν και ενθάρρυναν κόσμο που αντιτίθετο στο προτεινόμενο σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών να οργανωθούν και να αντιδράσουν. Δεν κατάφεραν όμως να συγκεντρώσουν υποστήριξη σημαντικής μάζας Τουρκοκυπρίων, αντλώντας κυρίως από τους εποίκους από την Τουρκία, οι οποίοι φοβούνταν για το μέλλον τους σε περίπτωση λύσης. Για να εκτονώσει την πίεση, η τουρκοκυπριακή ηγεσία αποφάσισε να άρει τους περιορισμούς διέλευσης από τη διαχωριστική γραμμή, στις 23 Απριλίου 2003, μία εβδομάδα μετά την υπογραφή της συμφωνίας ένταξης, στην Αθήνα.

Μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, το CTP (Cumhuriyet Turk Partisi—Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα), του Mehmet Ali Talat, ήταν το πρώτο που υιοθέτησε θετική στάση, στις 6 Απριλίου. Ο Talat δήλωσε ότι το σχέδιο ήταν το ιδανικό και το βέλτιστο που θα μπορούσε να πάρει η τουρκική πλευρά και έκανε έκκληση για ένα «ναι», «για τους Τουρκοκυπρίους και για την Τουρκία», γιατί θα εγγυόταν την πολιτική ισότητα και κυριαρχία των Τουρκοκυπρίων.

Το BDP (Baris ve Demokrasi Hareketi—Κίνημα για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία) ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 2003 για να υποστηρίξει μια λύση και την ένταξη όλων των Κυπρίων στην ΕΕ. Πολιτικά κόμματα, συνδικάτα και άλλες οργανώσεις ένωσαν τις δυνάμεις τους υπό τον Mustafa Akinci, πρώην ηγέτη του Κόμματος Κοινοτικής Απελευθέρωσης. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το κίνημα οργανώθηκε ως κόμμα και εξασφάλισε 13% των ψήφων, στις εκλογές του Δεκεμβρίου 2003. Συνεπές με τις βασικές του αξίες, υποστήριξε το Σχέδιο. Το TKP (Toplumcu Kurtulus Partisi — Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης), ο δεύτερος σημαντικός πόλος των αριστερών δυνάμεων, ήταν από τους εταίρους του BDP.

Το CABP (Cozum ve Avrupa Birligi Partisi — Κόμμα Λύσης και Ευρωπαϊκής Ένωσης) εμφανίστηκε με το ίδιο πνεύμα και στόχους όπως το Κίνημα για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία, τον Σεπτέμβριο του 2003.

Ο εταίρος του CTP στην κυβέρνηση, το συντηρητικό DP (Δημοκρατικό Κόμμα—Δημοκρατικό Κόμμα), φάνηκε πολύ διστακτικό από την αρχή. Στις 16 Απριλίου, το κόμμα αποφάσισε να απορρίψει το σχέδιο, αλλά ο Serdar Denktash, γιος του ηγέτη της κοινότητας Rauf Denktash, ισχυριζόμενος «χαμηλή συμμετοχή» στην ψηφοφορία, κάλεσε τους υποστηρικτές του κόμματος να συμβουλευτούν τη συνείδησή τους πριν την επιλογή τους. Δήλωσε ότι η ουδέτερη θέση του θα προστάτευε τον πατέρα του από όσους ήταν πρόθυμοι να τον βλάψουν.

Το συντηρητικό και εθνικιστικό UBP (Ulusal Birlik Partisi—Κόμμα Εθνικής Ενότητας), του Dervis Eroglu, βρισκόταν στην εξουσία για το μεγαλύτερο διάστημα από την ίδρυσή του από τον Rauf Denktash το 1975. Το κόμμα υποστήριξε τη θέση που υιοθέτησε η Άγκυρα από το καλοκαίρι του 1974, υποστηρίζοντας ότι το Κυπριακό είχε λυθεί με την επέμβαση του Τουρκικού Στρατού. Το UBP αντιτάχθηκε σθεναρά στις προτάσεις του ΟΗΕ. Ξεκίνησε τη διοργάνωση συγκεντρώσεων και συναντήσεων ενάντια στο σχέδιο και η απόφασή του, στις 7 Απριλίου, να πει «όχι» δεν αποτελούσε έκπληξη.

Το δεύτερο εξάμηνο του 2003, εμφανίστηκαν νέοι συντηρητικοί-εθνικιστικοί σχηματισμοί: το ABP (Adalet ve Baris Partisi—Κόμμα Δικαιοσύνης και Ειρήνης) και το KAP—(Kibris Adalet Partisi—Κόμμα Δικαιοσύνης για την Κύπρο). Το ABP ήταν το προϊόν της συγχώνευσης μικροσκοπικών εθνικιστικών κομμάτων, ενώ ο ιδρυτής του KAP ήταν βετεράνος συνταγματάρχης του Τουρκικού Στρατού, παράγοντας που του επέτρεψε να εξασφαλίσει περίπου το 8 % της ψήφου των εποίκων και ένα συνολικό μερίδιο 3,2%. Τα δύο κόμματα αντιτάχθηκαν στο σχέδιο Ανάν, με το KAP να θεωρεί την Κύπρο ως έδαφος της «πατρίδας Τουρκίας».

Η εκστρατεία ήταν σύντομη σε διάρκεια, λιγότερο από τρεις εβδομάδες, δεδομένου ότι πέρασαν μερικές μέρες για να επιτρέψουν στα κόμματα να τοποθετηθούν στο σχέδιο και να οργανωθούν.

Το αποτέλεσμα ήταν «ναι» με ποσοστό 65%, με αποχή 15,7%. Η υψηλότερη υποστήριξη του Σχεδίου ήταν στην πόλη της Λευκωσίας (71,2%) και σε κοινότητες που κατοικούνταν διαχρονικά από Τουρκοκυπρίους (70,9%). Η ομάδα των κοινοτήτων με αποκλειστικά πληθυσμό εποίκων ψήφισε κατά του Σχεδίου (40,7% ψήφοι «ναι»). Είναι ενδιαφέρον ότι οι μικτές κοινότητες, δηλαδή εκεί που συγκατοικούν Τουρκοκύπριοι που προέρχονται από το νότο και πληθυσμός εποίκων ψήφισαν «ναι» σε ποσοστό που κυμαίνεται από 56,6% έως 64,2%. Το «ναι» στην πόλη της Αμμοχώστου ήταν 63,3%. Το χαμηλότερο ποσοστό αποχής σημειώθηκε σε κοινότητες με πληθυσμό εκτοπισμένων από το νότο (13,5%) και το υψηλότερο στην πόλη της Αμμοχώστου με 16,7%.

Αντίθετα, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το Σχέδιο με 76% «Όχι».