Το άρθρο αυτό γράφτηκε μετά τις εκλογές του 2010. Παραμένει επίκαιρο γιατί

υποδεικνύει βασικά στοιχεία για τη σχέση της Τουρκίας με τους Τουρκοκύπριους.

Η ρητή ή συμβολική εύνοια των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων δυτικών κυβερνήσεων, καθώς και εκείνη της Άγκυρας, για την επανεκλογή του Mehmet Ali Talat στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, το 2010, αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Ο βετεράνος πολιτικός Derviş Eroğlu συνέχισε τη θριαμβευτική επάνοδο που είχε κάνει το 2008 στην πολιτική σκηνή, και κέρδισε τις εκλογές στον πρώτο γύρο.

Πέρα από ηθικά ζητήματα, αυτή η εξωτερική υποστήριξη, που παραβίαζε τη βούληση των ψηφοφόρων, έδειξε, επίσης, το βαθμό στον οποίο η διεθνής κοινότητα γενικά παραγνωρίζει ή παρεξηγεί τις διαδικασίες της ψήφου και επιλογής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συμβολικά αρνητική εξωτερική υποστήριξη ή «ξένη παρέμβαση», μαζί με τον αντίκτυπο μπούμερανγκ της ενδέχεται να επέφεραν μεγαλύτερη ζημιά παρά όφελος, αν υπήρξε όφελος. Το πιο σημαντικό, η αποτυχία της Άγκυρας να επηρεάσει το αποτέλεσμα έδειξε ότι απόψεις σχετικά με την έκταση και τη μορφή της επιρροής της στη βόρεια Κύπρο περιβάλλονται συχνά από μύθους. Αυτό ισχύει επίσης για τις αντιλήψεις σχετικά με τις θέσεις και το ρόλο διαφόρων ομάδων ψηφοφόρων.

Η αποτυχία της εξωτερικής υποστήριξης στον Talat και η αναποτελεσματικότητα της εκστρατείας του μπορεί να γίνουν κατανοητές μόνο εάν τις δούμε σε μακροπρόθεσμη προοπτική και τις
συνδέσουμε τόσο με το ευρύτερο πλαίσιο όσο και με τις πολιτικές και τη δράση του. Οι ελπίδες που επενδύθηκαν το 2004 και το 2005 στο Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα (Cumhuriyetçi Türk Partisi –CTP) και τον ίδιο τον Talat παραγνώριζαν τρεις κρίσιμους παράγοντες:

  1. Σε γενικές γραμμές, μετά τη μετατροπή της διαχωριστικής γραμμής σε μαλακό όριο (Απρίλιος 2003), την απόρριψη από τους Ελληνοκυπρίους του Σχεδίου Ανάν (Απρίλιος 2004) και την επακόλουθη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για τους οπαδούς και τις προσπάθειες για λύση. Συγκεκριμένα, η δυναμική που δημιουργήθηκε από τη μαζική τουρκοκυπριακή κινητοποίηση το 2002 και το 2003 και οι προσδοκίες της αντικαταστάθηκαν από ένα (νέο) αρνητικό κλίμα και αναβίωση συναισθημάτων δυσπιστίας ή πικρίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Έτσι, οι ελπίδες είχαν ήδη εξανεμιστεί και οι προσδοκίες μεγάλης μερίδας ανθρώπων μετατοπίστηκαν προς τη σιωπηλή ή ανοιχτή αποδοχή των τετελεσμένων της διαίρεσης.
  2. Η ισχύς του νέου ηγέτη να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις ελπίδες των δυνάμεων υπέρ της λύσης και φιλο-Ευρωπαϊστών, οι οποίες είχαν ήδη χάσει μεγάλο μέρος της δύναμης και της έμπνευσης τους, ήταν αμφισβητήσιμη για περισσότερους από ένα λόγους. Ως ηγέτης κοινότητας, και όχι πλέον ενός κόμματος, δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των ομάδων που τον υποστήριξαν, αποξενώνοντας τις εν μέρει.
  3. Η επιρροή της Άγκυρας πάνω στο νέο ηγέτη μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματική από πριν, αφού αυτός δεν είχε τις σχέσεις με το βαθύ κράτος και τη δυνατότητα που είχε ο προκάτοχος του, Rauf Denktaş, να αψηφά την καθοδήγηση της τουρκικής κυβέρνησης. Αυτό περιόρισε το περιθώριο ελιγμών του Talat και αύξησε την απόσταση μεταξύ των πολιτικών του και των προσδοκιών εκείνων που είχαν επενδύσει σε αυτόν. Οι σχέσεις έντασης με τους Ελληνοκυπρίους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ευνόησαν μια ακόμη ισχυρότερη επιρροή της Άγκυρας.

Όλα τα παραπάνω, μαζί με τις πολιτικές που ακολούθησε ο Mehmet Ali Talat στην οικονομία και σε άλλους τομείς, που καταγγέλθηκαν σαν πολύ κομματικές και σε ορισμένες περιπτώσεις ως αυταρχικές, είχαν τον αντίκτυπό τους στους ψηφοφόρους. Αυτά είχαν μακροπρόθεσμες και διαρθρωτικές επιπτώσεις, που δεν μπορούσαν εύκολα να αντιστραφούν. Η εκλογή Χριστόφια το 2008 ήρθε μάλλον πολύ αργά, και ο μακρύς δρόμος στον οποίο οι δυο ηγέτες οδήγησαν τις διαπραγματεύσεις δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την πορεία των εξελίξεων. Πώς αντικατοπτρίστηκαν οι παραπάνω και άλλοι παράγοντες στις επιλογές και τη συμπεριφορά ψήφου διαφόρων ομάδων στην κοινότητα;

Παρά τη γενική άποψη μεταξύ των Ελληνοκυπρίων ότι η νίκη του Eroğlu οφείλεται σε μαζική ψηφοφορία από εποίκους από την Τουρκία, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι κέρδισε έναντι των αντιπάλων του την πλειοψηφία μεταξύ όλων των ομάδων. Μόνο η πόλη της Λευκωσίας και τα προάστια έδωσαν στον Talat το προβάδισμα αλλά όχι την απόλυτη πλειοψηφία. Η πόλη της Λευκωσίας με τα περίχωρα της είναι ο χώρος όπου οι περισσότεροι υποστηρικτές του Ντενκτάς μετατόπισαν το 2003 την ψήφο τους για να γίνουν η πιο δυναμική ομάδα υπέρ της λύσης και της αλλαγής.

Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι οι παραδοσιακές τουρκοκυπριακές κοινότητες, που είχαν ελάχιστη ή καθόλου επαφή με Ελληνοκυπρίους, φαίνονται να μοιράζουν στον ίδιο βαθμό την ψήφο τους μεταξύ των δύο υποψηφίων. Επίσης, εκείνοι που εκτοπίστηκαν από το νότο το 1974 εγκαταλείπουν τον Talat σε μεγαλύτερους αριθμούς, δίνοντας στο Eroğlu 50% (Talat 44%). Η συντριπτική τους υποστήριξη το 2004-05 για λύση, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο να αλλάξουν και πάλι κατοικία σε περίπτωση ενός διακανονισμού φαίνεται να εξανεμίστηκε. Μπορεί να είχαν απογοητευτεί από τις εξελίξεις ή οι φιλοδοξίες τους να αλλάξαν στο νέο πλαίσιο του 2003-2004 χωρίς λύση.

Έτσι, οι Τουρκοκύπριοι επέστρεψαν σε μεγαλύτερους αριθμούς στο Eroğlu, ενώ οι έποικοι, που συνέχιζαν τη συντριπτική τους υποστήριξη προς συντηρητικούς υποψηφίους, έδωσαν σε αυτόν 64% της ψήφου τους.

Το νέο στοιχείο είναι ότι το μερίδιο του Talat το 2005 και το 2010 (32%, 27,6%) δείχνει μια σημαντική διείσδυση στην ομάδα των εποίκων, από την οποία τα αριστερά κόμματα και οι υποψήφιοι δεν μπορούσαν να πάρουν περισσότερο από 15% συνολικά. Αυτή η αλλαγή μπορεί να οφείλεται εν μέρει στην άσκηση εξουσίας από το CTP και τον Talat. Ωστόσο, παρόλο που σε αμφίρροπες αναμετρήσεις η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων εποίκων μπορεί να δώσει την αποφασιστική ψήφο υπέρ των συντηρητικών, η κατανομή της ψήφου διαχρονικά δεν δικαιολογεί ισχυρισμούς ότι η υπεροχή του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (Ulusal Birlik Partisi -UBP) ή των Denktaş / Eroğlu οφείλεται σε αυτούς. Το κόμμα και οι ηγέτες εξασφάλισαν σχεδόν σταθερά την εύνοια της πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων επίσης.

Με την ίδια προσέγγιση, σημειώνουμε πως η αποτυχία προβλέψεων ότι η επιρροή της Άγκυρας θα μπορούσε να αντιστρέψει την τάση υπέρ του Talat εγείρει ένα πιο συγκεκριμένο ερώτημα σχετικά με την ισχύ και τον ρόλο της Τουρκίας στη βόρεια Κύπρο. Ενώ στο παρελθόν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις διαφθοράς, επιρροής από στρατιωτικούς ή άλλους, υπάρχει και πάλι υπερβολική σημασία για τις δυνατότητες τέτοιων πρακτικών. Ο ρόλος και η επιρροή της Τουρκίας μπορούν να είναι καθοριστικοί σε υψηλότερα επίπεδα πολιτικής, όχι σε εκείνα των ομάδων ή της κοινωνίας. Για παράδειγμα, υπάρχουν ερωτήματα που σχετίζονται με το γεγονός ότι η ιστορία της UBP σημαδεύεται από συνεχείς διαφωνίες και διασπάσεις, που εξουδετερώνουν φιλοδοξίες του να κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή. Άλλα φαινόμενα, όπως η κατάρρευση συνασπισμών μετά από παρέμβαση της Άγκυρας, όπως το 2001, ή η καθυστέρηση της μεταφοράς χρημάτων για την χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, δείχνουν τις διάφορες μορφές μέτρων με τα οποία η Τουρκία μπορεί να επηρεάζει την πολιτική ζωή σε αυτό το μέρος του νησιού.

Το τελικό ερώτημα, το οποίο σχετίζεται επίσης με τις πολιτικές του Eroğlu, είναι, σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς να αναμένει αποφάσεις που αποκλίνουν από τη βούληση της Τουρκίας; Δεδομένης της συνολικής εξάρτησης από τον τουρκικό στρατό και της μεγάλης εξάρτησης του προϋπολογισμού από κεφάλαια προερχόμενα από την Άγκυρα, η μόνη πιθανή εναλλακτική λύση για οποιονδήποτε Τουρκοκύπριο ηγέτη θα μπορούσε να βασιστεί στις δυνάμεις της κοινωνίας. Πόσο ισχυρές όμως είναι αυτές οι δυνάμεις εάν οι ψηφοφόροι είναι σε μεγάλο βαθμό χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα και πολλά τμήματα της κοινότητας έχουν απομυθοποιήσει τις δυνατότητες και προοπτικές για ένα καλύτερο μέλλον;