Το Σύνταγμα ορίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως ανεξάρτητη κυρίαρχη δημοκρατία με προεδρικό σύστημα. Προβλέπει τον διαχωρισμό των εξουσιών, όπου η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο και το Υπουργικό Συμβούλιο, η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και η δικαιοσύνη απονέμεται από το Ανώτατο Δικαστήριο και τα δικαστήρια. Εκτός από τις διατάξεις για χωριστές εξουσίες και αρμοδιότητες, διάφορες ρήτρες ασυμβατότητας στο Σύνταγμα, που δεν επιτρέπουν την ταυτόχρονη κατοχή θέσεων και αξιωμάτων από ένα άτομο, αποσκοπούν μεταξύ άλλων στην εξασφάλιση αυτού του διαχωρισμού εξουσιών.
Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το Υπουργικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από δέκα υπουργούς (άρθρο 46). Μετά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης το 1965, δημιουργήθηκε ένα ενδέκατο υπουργείο, Παιδείας – το οποίο αργότερα έγινε «Παιδείας και Πολιτισμού». Δεδομένου ότι το άρθρο 46 ορίζεται ως ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος (βλ. Παράρτημα ΙΙΙ του Συντάγματος / άρθρο 182), ο αριθμός των υπουργείων παρέμεινε μέχρι στιγμής αμετάβλητος.
Ενώ ο Πρόεδρος έχει συγκεκριμένες εκτελεστικές εξουσίες, έχει εξουσίες αποκλειστικής άσκησης ή αρνησικυρία σε ορισμένα θέματα, και, επίσης, διορίζει ή τερματίζει το διορισμό υπουργών, είναι το Υπουργικό Συμβούλιο και οι υπουργοί που ασκούν, κατά κύριο λόγο, εκτελεστική εξουσία. Το άρθρο 54 του Συντάγματος ορίζει ότι, εξαιρουμένων των εξουσιών που παρέχονται ρητώς στον Πρόεδρο, το Υπουργικό Συμβούλιο ασκεί εκτελεστική αρμοδιότητα σε όλα τα θέματα “…συμπεριλαμβανομένης της γενικής κατεύθυνσης και του ελέγχου της κυβέρνησης της Δημοκρατίας και της γενικής πολιτικής. […] δ) συντονισμού και εποπτείας όλων των δημόσιων υπηρεσιών · (ε) επίβλεψης και διάθεσης περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στη Δημοκρατία … (στ) εξέτασης λογαριασμών … (ζ) έκδοσης διαταγμάτων ή κανονισμών για τη θέση σε ισχύ οποιουδήποτε νόμου … (η) εξέτασης του προϋπολογισμού…”
Επιπλέον, ένας υπουργός, ως επικεφαλής του υπουργείου του και υπό την επιφύλαξη της εκτελεστικής εξουσίας που επιφυλάσσεται ρητώς στον Πρόεδρο, έχει εξουσία για «την εκτέλεση νόμων σχετικών με» και «για τη διοίκηση όλων των θεμάτων και υποθέσεων που εμπίπτουν στο πεδίο του υπουργείου του».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος δεν μπορεί να έχει υπουργικό χαρτοφυλάκιο (άρθρο 41). Επίσης, ενώ ορίζει την ημερήσια διάταξη και συγκαλεί τις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και συμμετέχει στις συζητήσεις, ο Πρόεδρος δεν έχει δικαίωμα ψήφου (άρθρο 48).
Μετά τη μεταβίβαση των εξουσιών της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης στο Υπουργείο Παιδείας, η νομοθετική εξουσία ασκείται αποκλειστικά από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία πρέπει να αποτελείται από 50 βουλευτές με αναλογία 70% Ελλήνων και 30% Τούρκων μελών. Δεδομένου ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την αλλαγή του αριθμού αυτού με νόμο, υπό τον όρο ότι τηρείται η αναλογία 70/30, το Σώμα υιοθέτησε ψήφισμα το 1985 για αύξηση του συνολικού αριθμού αντιπροσώπων σε 80, δηλαδή 56 για την ελληνική κοινότητα και 24 για την τουρκική κοινότητα (θέσεις που παραμένουν κενές).
Η δικαστική εξουσία ασκείται από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (άρθρο 133-151) και το Ανώτατο Δικαστήριο (άρθρα 152-164). Αυτές οι εξουσίες μεταφέρθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, μειώνοντας έτσι τα επίπεδα της απονομής της δικαιοσύνης σε δύο κυρίως. Τόσο συνταγματικά θέματα, όσο και αναθεώρησης / διαφορές (πρωτοβάθμια και αναθεωρητική δικαιοδοσία) αποφασίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ τα δικαστήρια απονέμουν δικαιοσύνη πρώτου βαθμού. Ο μεγάλος φόρτος εργασίας του Ανώτατου Δικαστηρίου τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα μεγάλες καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων, οδήγησε στη δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου το 2015. Λειτούργησε το 2016 και αποφασίζει για θέματα πρωτοβάθμιας αναθεώρησης αποφάσεων, δηλαδή σε προσφυγές κατά αποφάσεων / πράξεων / παραλείψεων της διοίκησης.