Για τρία χρόνια, η κυβέρνηση (πρώην και παρούσα) προωθεί νομοσχέδιο για τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα κεφ. 154, με στόχο την ποινικοποίηση των ψευδών ειδήσεων και μορφών ηλεκτρονικής επικοινωνίας, τηλεφωνικής και Διαδικτυακής.

Πρωτεργάτης του νομοσχεδίου για το θέμα υπήρξε η κυβέρνηση Αναστασιάδη με την τότε υπουργό Έμιλη Γιολίτη. Δεν έχει νόημα να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες και στη λογική των επιχειρημάτων που προβάλλονται, για το ακριβές περιεχόμενο, τους στόχους και, κυρίως, τα προσχηματικά επιχειρήματα που προβάλλουν για το νομοσχέδιο. Αρκεί η επισήμανση πως ελάχιστη ή μηδαμινή είναι η προσπάθεια που καταβάλλουν για να θεμελιώσουν στο Δίκαιο και τη Νομική τις πρόνοιες του σχετικού κειμένου.

Επιθυμώ να δηλώσω από την αρχή πως η παρούσα ανάλυση αναφέρεται στο αρχικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε το 2021, το οποίο είναι το μόνο που κυκλοφορεί δημόσια.

Τι προβλέπει το νομοσχέδιο; Ας δούμε την πρώτη πρόνοια (άρθρο 99Γ), περί ψευδών μηνυμάτων:

  • Ποινικοποιεί (ποινικό αδίκημα) περιεχόμενο επικοινωνίας το οποίο είναι ψευδές.
    • Ποινικοποιεί την “επίμονη” αποστολή μηνυμάτων προς πρόσωπο μέσω Διαδικτύου.
    • Στοχοποιεί διαπροσωπική επικοινωνία (τηλέφωνο, διαδίκτυο) και δημόσια επικοινωνία (διαδίκτυο).
    • Ποινικοποιεί επικοινωνία που προκαλεί ενόχληση, παρενόχληση, άσκοπη ανησυχία “σε άλλο πρόσωπο”, δηλαδή με βάση την αντίληψη του δέκτη (;) για το αποτέλεσμα.
    • Προβλέπει ποινές φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή /και πρόστιμο μέχρι 3000 ευρώ.
    Στη δεύτερη πρόνοια (άρθρο 99Δ), το νομοσχέδιο προβαίνει στα ακόλουθα:
    • Ποινικοποιεί (ποινικό αδίκημα) περιεχόμενο επικοινωνίας με βάση την αντίληψη για χαρακτηριστικά του.
    • Στοχοποιεί διαπροσωπική επικοινωνία (τηλέφωνο, διαδίκτυο) και δημόσια επικοινωνία (διαδίκτυο).
    • Ποινικοποιεί επικοινωνία με βάση την αντίληψη για το χαρακτήρα του περιεχομένου της, σαν κατάφωρα προσβλητικό, άσεμνο, αισχρό ή απειλητικό κατά προσώπου.
    • Προβλέπει ποινές φυλάκισης μέχρι δύο χρόνια ή /και πρόστιμο μέχρι 3000 ευρώ.
    Η τρίτη και τελευταία πρόνοια (άρθρο 99Ε),
    • Ποινικοποιεί (αναφέρεται μόνο ως αδίκημα) περιεχόμενο επικοινωνίας με βάση την αντίληψη για χαρακτηριστικά του.
    • Εισάγει την “εκ προθέσεως” ενέργεια.
    • Ποινικοποιεί επικοινωνία με βάση την αντίληψη για το χαρακτήρα του περιεχομένου της, σαν κατάφωρα προσβλητικό, άσεμνο, αισχρό ή απειλητικό κατά προσώπου, προσθέτοντας το υβριστικό.
    • Προβλέπει ποινές φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια ή /και πρόστιμο μέχρι 5000 ευρώ.

Οι πρόνοιες του νομοσχεδίου, το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Η κρίση και αξιολόγηση του νομοσχεδίου πρέπει να γίνει στην ολότητα του, μα και στις επί μέρους πρόνοιες του όπως απαριθμούνται στις προηγούμενες παραγράφους. Πρώτο ζήτημα αφορά στην ποινικοποίηση ψευδούς περιεχομένου επικοινωνίας.

Ψευδές περιεχόμενο

Στο άρθρο 19 περί ελευθερίας έκφρασης, οι όροι που αναφέρονται είναι ‘γνώμη’, ‘πληροφορίες και ιδέες’. Επίσης, στο άρθρο 50,1 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 έχουμε τους όρους ‘Ψευδείς ειδήσεις και πληροφορίες’. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναφορά σε ‘ψευδές περιεχόμενο’ δεν είναι αρκούντως καθοριστικό τι ακριβώς εννοεί και σε τι μέρος του περιεχομένου θα ανατρέξουμε για εντοπισμό του “ψευδούς”.

Το σημαντικό βέβαια στοιχείο είναι η ποινικοποίηση περιεχομένου επικοινωνίας με κριτήριο το ‘ψευδές’. Δηλαδή, το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης περιορίζεται με βάση μόνο αυτόν τον χαρακτηρισμό. Μπορεί, επιτρέπεται αυτός ο περιορισμός με βάση το Σύνταγμα και τη νομολογία;

Για απάντηση αρκούμαστε σε ερμηνευτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση POLICE v. EKDOTIKI ETERIA “INOMENI DIMOSIOGRAPHI DIAS LTD.,” AND ANOTHER, (1982) 2 CLR 63, 29 March 1982, στην οποία αναφέρονται τα πιο κάτω:
“Held, (1) that the right safeguarded by Article 19(1)(2) of the Constitution is not limited by reference to the truth or falsity of a statement made in the exercise of such right; therefore, it extends to false as well as to true statements.”
“Το δικαίωμα που εγγυάται το Άρθρο 19(1)(2) του Συντάγματος δεν περιορίζεται με αναφορά προς το αληθές ή το ψευδές μια δήλωσης /έκφρασης που γίνεται κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος. Επομένως, αυτό (το δικαίωμα) επεκτείνεται σε ψευδείς όπως επίσης σε αληθείς δηλώσεις/εκφράσεις”

Από την απόφαση αυτή είναι σαφές πως από μόνο του το χαρακτηριστικό “ψευδές” δεν είναι αρκετό για να ποινικοποιηθεί η έκφραση και να περιοριστεί το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης. Η παραβίαση του Δικαιώματος ελευθερίας έκφρασης και η σύγκρουση με το Σύνταγμα είναι σαφείς.

Λόγοι ποινικοποίησης

Στο νομοσχέδιο αναφέρονται σαν λόγοι για την ποινικοποίηση η αντίληψη για τα πιθανά συναισθήματα που μπορεί να προκληθούν στο δέκτη, ενόχληση, παρενόχληση, άσκοπη ανησυχία. Δεν παρατίθεται οποιαδήποτε ένδειξη ή υπόδειξη κατά πόσο και αν παραβιάζονται οποιαδήποτε δικαιώματα του προσώπου και ποια δικαιώματα. Η προστασία από ενόχληση, παρενόχληση ή άσκοπη ανησυχία δεν είναι δικαιώματα ή επαρκής δικαιολογία για περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης, δικαίωμα το οποίο με βάση διεθνείς αρχές και νομολογία πρέπει να τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης όταν συγκρίνεται με άλλα δικαιώματα. Πόσω μάλλον στην παρούσα περίπτωση που ουδέν δικαίωμα αναφέρεται στο νομοσχέδιο.Στη δεύτερη πρόνοια, στο άρθρο 99Δ, ως λόγοι που συνιστούν ποινικό αδίκημα είναι η αντίληψη περί του χαρακτήρα του μηνύματος, κατάφωρα προσβλητικό, υβριστικό, απειλητικό, άσεμνο, αισχρό κατά προσώπου. Σε αυτήν επίσης την πρόνοια υπάρχει κενό ή και μη επαρκής δικαιολογία για τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης εφόσον δεν ορίζεται ποια ακριβώς δικαιώματα προστατεύονται με τον περιορισμό. Ερωτήματα υπάρχουν επίσης για ποιο λόγο αναφέρεται ως αδίκημα ενώ στα προηγούμενα άρθρα είναι “ποινικό αδίκημα”;

Ποινικό ή αστικό το αδίκημα;

Σοβαρά ερωτήματα είναι για ποιο λόγο εισάγονται στον ποινικό κώδικα (θεωρούμενα) αδικήματα τα οποία έχουν χαρακτήρα διαπροσωπικό, έστω και αν μπορεί να πραγματοποιούνται σε δημόσιο χώρο, ενώ, επίσης, η φύση τους δεν δικαιολογεί αυτόν τον χαρακτηρισμό, μπορεί απλώς να ανάγονται σε προσωπικές διαφορές.

Ποιο σοβαρό στοιχείο, κρίσιμης σημασίας από αυτόν τον χαρακτηρισμό, είναι ο τρόπος με τον οποίο δύνανται να παρεμβαίνουν οι διωκτικές αρχές. Με την ποινικοποίηση ανοίγει διάπλατα η πόρτα να επιδράμουν σε κατοικίες, γραφεία, σε μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα γνωστά ήδη αποτελέσματα: Συλλήψεις για ανάκριση, κατηγορίες ποινικού δικαίου, κατάσχεση συσκευών επικοινωνίας και ηλεκτρονικών υπολογιστών, ενέργειες οι οποίες βρίσκονται εκτός Κράτους Δικαίου και συγκρούονται με Ευρωπαϊκές αρχές και την νομολογία του ΕΔΑΔ. Υπάρχουν επίσης αποφάσεις της κυπριακής δικαιοσύνης στις οποίες η κατάσχεση χαρακτηρίστηκε υπερβολικό μέτρο και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Οι αρχές δεν έχουν πρωτόκολλα χειρισμού του θέματος όπως απαιτεί το ΕΔΑΔ και το Κράτος Δικαίου.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, από το 2003, η Κυπριακή Δημοκρατία συγκατελέγεται στις λίγες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες αποποινικοποίησαν το λίβελο /τη δυσφήμηση, που αποτελούν σοβαρά αδικήματα κατά της προσωπικότητας και υπόληψης ατόμων. Αν αυτό το θέμα μετατράπηκε από ποινικό σε αστικό ποιος σοβαρός λόγος και ποια αναλογικότητα επιτρέπουν ποινικοποίηση ενεργειών έκφρασης οι οποίες δεν έχουν την ανάλογη βαρύτητα; Δεν υπάρχει επαρκής δικαιολογία

Η ελευθερία έκφρασης και οι επιτρεπόμενοι περιορισμοί της

Δεν θα επεκταθώ σε άλλα στοιχεία του περιεχομένου του νομοσχεδίου, για να επικεντρωθώ στην ουσία, δηλαδή τους περιορισμούς και την παραβίαση του δικαιώματος ελευθερίας έκφρασης από αυτό. Το άρθρο 19 του Συντάγματος, όπως και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιτρέπουν περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης για χάρη ενός υπέρτερου δικαιώματος ή συμφέροντος. Η τυχόν υπεροχή κρίνεται κατά περίπτωση από το Δικαστήριο. Οι περιορισμοί μπορεί να γίνουν, ανάμεσα σε άλλα, για την ασφάλεια του κράτους, διατήρηση της δημόσιας τάξης, προστασία της δημόσιας υγείας και των δημοσίων ηθών, προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων άλλων και για το κύρος και αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας.
Ήδη έχει σημειωθεί /υποδειχθεί πως η τιμωρία ψευδούς περιεχομένου είναι σαφώς αντισυνταγματική, επειδή το αληθές ή ψευδές από μόνο του δεν είναι κριτήριο για περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης.

Στο 99Δ αναφέρονται η ενόχληση, παρενόχληση ή πρόκληση άσκοπης ανησυχίας σε άτομο ως αιτίες που οδηγούν σε περιορισμό ελευθερίας έκφρασης με ποινικοποίηση περιεχομένου επικοινωνίας. Τα στοιχεία αυτά δεν αναφέρονται πουθενά στο Σύνταγμα ή σε Διεθνείς συμβάσεις και ευρωπαϊκό δίκαιο ως στοιχεία που μπορούν να περιορίσουν την ελεύθερη έκφραση. Σαφώς, αυτή η πρόνοια ακυρώνει την ουσία του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης, παραβιάζοντας τόσο το Σύνταγμα όσο και τις ευρωπαϊκές αρχές και τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Υπενθυμίζουμε πως ήδη από το 1972, στην υπόθεση Handyside v. United Kingdom, το ΕΔΑΔ όρισε πως το “δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης δεν περιορίζεται μόνο σε όσα γίνονται ευμενώς δεκτά ή ανώδυνα ή ως αδιάφορου χαρακτήρα, αλλά επεκτείνεται επίσης σε αυτά που προσβάλλουν, σοκάρουν ή αναστατώνουν το Κράτος ή όποιο τμήμα του πληθυσμού”. Απέναντι σε αυτήν τη θεμελιώδη αρχή για το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης, πώς είναι δυνατό να επικαλούμαστε την ενόχληση, παρενόχληση, άσκοπη ανησυχία, προσβολή, εξύβριση ενός προσώπου σαν στοιχεία που να έχουν τη δύναμη να ακυρώνουν το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης σε καθολικό επίπεδο;

Οι πρόνοιες του νομοσχεδίου είναι παντελώς εκτός Δικαίου, δεν θεμελιώνονται σε βασικές αρχές Δικαίου και δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση. Δεν μπορεί να βελτιωθεί εφόσον είναι εντελώς σε αντίθεση με / σαφώς παραβιάζει το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης.

Οποιοσδήποτε περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης οφείλει να ανταποκρίνεται σε τρεις βασικές προϋποθέσεις, όπως έχει ήδη καθοριστεί σε διεθνείς συμβάσεις και στο Σύνταγμα της Κύπρου. Τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να συνυπάρχουν:

Περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης απαιτεί να συντρέχουν,

1. Να εξυπηρετείται υπέρτερο δικαίωμα όπως ορίζεται στη σχετική παράγραφο του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο άρθρο 19 του Συντάγματος της Κύπρου. Κρίνεται κατά πόσο πράγματι υπερτερεί κατά περίπτωση, με το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης να τυγχάνει προνομιακής μεταχείρισης.
2. Να ορίζεται ο περιορισμός και οι σκοποί του σαφώς και επακριβώς στο Νόμο
3. Να είναι αναγκαίος ο περιορισμός σε δημοκρατική κοινωνία.
Από όσα εκτίθενται εδώ, προκύπτει χωρίς βία το συμπέρασμα πως ουδεμία των τριών προϋποθέσεων ισχύει, ενώ με το νομοσχέδιο δημιουργείται θανάσιμος κίνδυνος με περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και της ελευθεροτυπίας, με επιπτώσεις στη Δημοκρατία. Δεν μπορεί αυτό να γίνει αποδεκτό ή ανεκτό σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως κατακλείδα, σημειώνουμε το εξής:

Η ελευθερία έκφρασης είναι κατοχυρωμένο δικαίωμα για όλους, είναι καθολικό δικαίωμα. Η Ελευθεροτυπία είναι κατοχυρωμένο δικαίωμα που θεμελιώνεται στο καθολικό δικαίωμα ΚΑΙ αποδίδει ειδικά δικαιώματα και προνόμια στα ΜΜΕ ακριβώς για το ρόλο τους στην κοινωνία. Οποιαδήποτε επίθεση στο καθολικό δικαίωμα οδηγεί σε διάβρωση και της Ελευθεροτυπίας. Επομένως είναι κρίσιμης σημασίας να γίνει σεβαστό το καθολικό δικαίωμα, να μην διαχωρίζεται από την ελευθερουτυπία. Αν το θεμέλιο του καθολικού δικαιώματος αδυνατεί, σείεται η Ελευθεροτυπία.

Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες Πολίτης και Καθημερινή, 1 Αυγούστου 2024