Έξι περίπου εβδομάδες μετά την 1η Μαΐου 2004, ημέρα της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δέκα νέα μέλη, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες Ευρωεκλογές στην Κύπρο. Η αναμέτρηση έγινε στις 13 Ιουνίου 2004, σε μια ιδιότυπη συγκυρία, λόγω των συνεπειών που είχε στο πολιτικό και κομματικό σκηνικό το δημοψήφισμα για λύση του Κυπριακού, στις 24 Απριλίου 2004. Βασικό χαρακτηριστικό των αποτελεσμάτων ήταν η μεγάλη αποχή και η ανατροπή της εικόνας σχετικά με τα υψηλά κομματικά ποσοστά σε βουλευτικές εκλογές.
Η Κύπρος υπέβαλε αρχικά αίτηση σύνδεσης με την ΕΟΚ το 1972, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Στη συνέχεια, το 1990, κατέθεσε αίτηση ένταξης, η οποία συνδεόταν πιο πολύ ή σχεδόν αποκλειστικά με πολιτικά κριτήρια. Η βασική υπόθεση προσέβλεπε στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο σαν παράγοντα που θα διασφάλιζε πλεονεκτήματα στους Ελληνοκυπρίους αναφορικά με την επιδίωξη λύσης στο Κυπριακό Πρόβλημα. Θα ήταν όχι μόνο πλαίσιο ασφάλειας αλλά και εφαλτήριο κατοχύρωσης δικαιωμάτων που τους στερούσε η κατοχή μέρους του νησιού από τον τουρκικό στρατό.
Το κλίμα που διαμορφώθηκε στην περίοδο πριν και αμέσως μετά το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν προκάλεσε ουσιαστικές αμφιβολίες για τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί αναφορικά με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, η θετική στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ του Σχεδίου ήταν πράξη αρνητική μέχρι εχθρική. Σοβαρό πρόβλημα δημιούργησαν οι έντονες αντιπαραθέσεις και ο διχασμός στους κόλπους της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Επηρέασαν όχι μόνο την πολιτική ηγεσία και τα κόμματα, μα και την κοινωνία ολόκληρη, προκαλώντας ρήξεις ακόμα και στο επίπεδο της οικογένειας.
Στο επίπεδο των κομμάτων, η στάση που επικράτησε στην ηγεσία του Δημοκρατικού Συναγερμού – ΔΗΣΥ οδήγησε σε διάσπαση, αποχώρηση ή και διαγραφή βασικών στελεχών και αξιωματούχων του κόμματος. Από αυτούς δημιουργήθηκε το κίνημα Για την Ευρώπη, το οποίο διεκδίκησε τις ευρωεκλογές με δικούς του υποψηφίους. Τα προβλήματα φαίνονταν σοβαρότερα από αυτά που αντιμετώπισαν άλλα κόμματα, λόγω του ότι η θέση της ηγεσίας υπέρ του Σχεδίου Ανάν ήταν σε σαφή διάσταση με τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του.
Στην περίπτωση του ΑΚΕΛ, υπήρξαν ορισμένες ενδείξεις για διάσταση. Η ηγεσία του υιοθέτησε στάση αρνητική απέναντι στο Σχέδιο, αντίθετη όχι μόνο με τις διαχρονικές θέσεις του κόμματος υπέρ της λύσης του Κυπριακού, μα και με τη γενική αποτίμηση του Σχεδίου Ανάν. Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ είχε απαριθμήσει περισσότερα θετικά παρά αρνητικά στοιχεία σε αυτό, υπογραμμίζοντας ότι μερικές αρνητικές πρόνοιες του θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το Δημοκρατικό Κόμμα – ΔΗΚΟ του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε καλέσει τους Ελληνοκυπρίους να προτάξουν ηχηρό “όχι” στο Σχέδιο, επεχείρησε να κεφαλαιοποιήσει την “επιτυχία” της μαζικής απόρριψης του. Πρόβαλε ως ηγετική πολιτική δύναμη και προσπάθησε να ενώσει υπό τη σκέπη του τις δυνάμεις που αντιτάχθηκαν στο σχέδιο Ανάν, κάτι που δεν πέτυχε τελικά.
Η προεκλογική εκστρατεία υπήρξε σύντομη σε διάρκεια και είχε χαρακτηριστικά συνέχειας της εκστρατείας για το δημοψήφισμα. Ο πολιτικός διάλογος πολύ λίγο επικεντρώθηκε στην ουσία των ευρωεκλογών, στο ρόλο του ευρωκοινοβουλίου, στο ρόλο που θα καλούνταν να εκπληρώσουν οι Κύπριοι ευρωβουλευτές σε αυτό. Κυριάρχησαν η αντιπαράθεση του ΔΗΣΥ με τα στελέχη που διαγράφηκαν ή αποχώρησαν και στην επανάληψη κατηγοριών σχετικών με τη στάση τους στο δημοψήφισμα. Το ΔΗΚΟ πρόβαλε τον καθοριστικό ρόλο του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και του ιδίου του κόμματος στην έκβαση της ψήφου για το δημοψήφισμα.
Τα αποτελέσματα των πρώτων ευρωεκλογών παρουσίασαν εκπλήξεις, μερικές από τις οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν μεγάλες: Ήταν το πολύ υψηλό ποσοστό αποχήα, η κάμψη της επιρροής του ΑΚΕΛ και η επιτυχία του ΔΗΣΥ να καταταγεί πρώτο κόμμα. Πιο σημαντικά στοιχεία ήταν τα υψηλά ποσοστά που εξασφάλισαν το κόμμα Για την Ευρώπη και η ΕΔΕΚ σε αντίθεση με την καθήλωση του ποσοστού του ΔΗΚΟ με συνεργαζόμενες με αυτό δυνάμεις και την αποτυχία των Οικολόγων και των Νέων Οριζόντων.
Το μέγεθος της αποχής (27,5%) φαίνεται να επηρέασε πιο πολύ ορισμένους χώρους με αποτέλεσμα να ανατραπεί η αναμενόμενη κατάταξη των κομμάτων. Ενώ τα εμφανή προβλήματα αφορούσαν τον ΔΗΣΥ, ο οποίος διασπάστηκε, την πιο μεγάλη απώλεια υπέστη το ΑΚΕΛ. Έχασε επτά μονάδες σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2001, και η πτώση στο 27,9% από 34,7% ήταν η μεγαλύτερη που υπέστη ποτέ το κόμμα.
Έκπληξη ήταν η επιτυχία του Δημοκρατικού Συναγερμού, που, παρά τη διάσπαση σε επίπεδο ηγεσίας και στελεχών και τη διάσταση στις επιλογές της ηγεσίας και της βάσης στο δημοψήφισμα, το κόμμα κατάφερε να μειώσει τις απώλειες σε κάτω από έξι μονάδες και να αναδειχθεί πρώτη πολιτική δύναμη με 28,2%.
Το ποσοστό της ΕΔΕΚ (10,8%) και η αύξηση κατά τέσσερις μονάδες σε σύγκριση με το 2001 καταγράφηκαν σε περίοδο που, για διάφορους λόγους, το κόμμα παρουσίαζε κρίση στο επίπεδο ηγεσίας και στελεχών και η επιρροή του φαινόταν σε κάμψη. Οι ιδιομορφίες των ευρωεκλογών είχαν φαίνεται ρόλο στη δυναμική της αναμέτρησης και ευνόησαν την ψήφιση της ΕΔΕΚ.
Ο σχηματισμός Για την Ευρώπη, από στελέχη που διαφώνησαν ή και διαγράφηκαν από το Δημοκρατικό Συναγερμό, εξασφάλισε ποσοστό πολύ πιο μεγάλο από ότι κατέγραψε στην πρόσφατη ιστορία των εκλογών μια νέα πολιτική δύναμη. Με ποσοστό ίσο με την ΕΔΕΚ, 10,8% και 37 ψήφους περισσότερες πήρε την έκτη έδρα. Ανά δύο πήραν ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ και μια το ΔΗΚΟ.
Το ΔΗΚΟ δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει την “επιτυχία” από τη στάση που τήρησε στο δημοψήφισμα και το συνασπισμό του με το ΑΔΗΚ και άλλες δυνάμεις που είχαν αποσπασθεί από το κόμμα στο παρελθόν. Τελικά, περιορίστηκε σε 17,1%, όσο και το άθροισμα του ποσοστού που είχε το 2001 μαζί με το ΑΔΗΚ, όμως, με σαφώς πολύ ψηλότερο ποσοστό αποχής στις Ευρωεκλογές.
Οι Νέοι Ορίζοντες και το Κίνημα Οικολόγων-Περιβαλλοντιστών και ο συνασπισμός των Ενωμένων Δημοκρατών με άλλες δυνάμεις εκκινούσαν από πολύ χαμηλά ποσοστά και, μάλλον, χωρίς καμιά ελπίδα επιτυχίας. Τελικά τα δυο πρώτα κόμματα περιορίστηκαν σχεδόν στο μισό του μεριδίου που είχαν το 2001 (1,65% και 0.9% αντίστοιχα), ενώ ο συνασπισμός εξασφάλισε 2.0%.
Τα πραγματικά μεγέθη και το μερίδιο κάθε πολιτικής δύναμης διαφοροποιούνται σημαντικά αν λάβει κάποιος υπόψη το ύψος της αποχής και προβεί σε συγκρίσεις με βάση το σύνολο του εκλογικού σώματος ή έστω των έγκυρων ψηφοδελτίων σε γενικές εκλογές. Αν επιμετρηθεί η επιρροή σε ψήφους αντί σε ποσοστά, τα μεγέθη μεταβάλλονται δραματικά. Απλό παράδειγμα: Το ΑΚΕΛ είχε πάρει το 2001 142.647 ψήφους σε σύνολο 467.543 ψηφοφόρων, ενώ στις ευρωεκλογές, με αριθμό ψηφοφόρων μεγαλύτερο κατά 16.000, οι ψήφοι του κόμματος μειώθηκαν κατά 50.000 περίπου, σε 93212. Δηλαδή, το κόμμα πήρε λιγότερο από τα δυο τρίτα των ψήφων του 2001.
Ανάλογη εικόνα έχουμε όταν εφαρμόσουμε την ίδια προσέγγιση στην παρουσίαση της επιρροής και των άλλων κομμάτων.