Η τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974 επέφερε εδαφικό διαχωρισμό του πληθυσμού που συντελείται ολοκληρωτικά τον Αύγουστο / Σεπτέμβριο του 1975, όταν μεταφέρθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη στα βόρεια και οι τελευταίοι (8000) Τουρκοκύπριοι από τις 43000 περίπου που ζούσαν στο νότιο τμήμα του νησιού.
Το Φεβρουάριο του 1975 ανακηρύσσεται το «Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου» που δεν αναγνωρίζεται διεθνώς παρά μόνο από την Τουρκία. Τον Ιούλιο του 1975 οργανώνεται από το καθεστώς δημοψήφισμα για έγκριση «συντάγματος».
Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που, όπως αναφέρθηκε ήδη, παραμένει από το 1964 αποκλειστικά στα χέρια των Ελληνοκυπρίων, προκηρύσσει βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιούνται το Σεπτέμβριο του 1976. Συμμετέχουν στην αναμέτρηση το ΑΚΕΛ και η ΕΔΕΚ, όπως επίσης δυο νέα σχήματα που είχαν δημιουργηθεί λίγους μήνες πριν, η Δημοκρατική Παράταξη – ΔΗΠΑ, που μετονομάστηκε αργότερα σε Δημοκρατικό Κόμμα – ΔΗΚΟ, με ηγέτη τον Σπύρο Κυπριανού και ο Δημοκρατικός Συναγερμός – ΔΗΣΥ, με τον Γλαύκο Κληρίδη. Ο ΔΗΣΥ διεκδικεί τις εκλογές με κοινό ψηφοδέλτιο με το Δημοκρατικό Εθνικό Κόμμα – ΔΕΚ.
Η προεκλογική συνεργασία των ΑΚΕΛ, ΔΗΠΑ. και ΕΔΕΚ εκμεταλλεύτηκε το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και οδήγησε στον αποκλεισμό του ΔΗΣΥ από τη Βουλή, παρά το 27% των ψήφων που πήρε. Κατέστησε τη ΔΗΠΑ πρώτο κόμμα με 21 έδρες σε σύνολο 35, ενώ η εκλογική δύναμη της δεν υπερέβαινε το 30%. Το ΑΚΕΛ ανέδειξε εννέα (9) βουλευτές, η ΕΔΕΚ τέσσερις (4), ενώ εκλέχθηκε επίσης ένας (1) ανεξάρτητος, ο Τάσσος Παπαδόπουλος που ψηφίστηκε από τη συνεργασία.
Τον Σεπτέμβριο του 1977, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Μακαρίου (Αύγουστος 1977), η πολιτική ηγεσία συναινεί στην άσκηση της προεδρίας από τον Σπύρο Κυπριανού, Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, μέχρι τον επόμενο Φεβρουάριο, που θα διεξάγονταν κανονικά οι εκλογές. Η απαγωγή του γιου του, Αχιλλέα Κυπριανού, δημιούργησε συνθήκες που επέτρεψαν την ανακήρυξη του Κυπριανού σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς ανθυποψήφιο (Φεβρουάριος 1978).
Το 1979 πραγματοποιούνται οι πρώτες κοινοτικές εκλογές, για ανάδειξη προέδρων κοινοτήτων, χωριτικών αρχών και συμβουλίων βελτιώσεως.
Το 1980 προκαλείται κρίση στις σχέσεις του Σπύρου Κυπριανού με το ΑΚΕΛ, όπως επίσης στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος – ΔΗΚΟ. Ο Αλέκος Μιχαηλίδης, Πρόεδρος της Βουλής, αποχωρεί με άλλους βουλευτές και στελέχη από το ΔΗΚΟ και ιδρύει την Νέα Δημοκρατική Παράταξη – ΝΕΔΗΠΑ, άλλα στελέχη και βουλευτές θα ιδρύσουν με τον Τάσσο Παπαδόπουλο την Ένωση Κέντρου – ΕΚ και ο Χρυσόστομος Σοφιανός – πρώην υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Κυπριανού, δημιουργεί το Παγκύπριο Ανανεωτικό Μέτωπο – ΠΑΜΕ.
Οι εκλογές του Μαΐου 1981 διεξάγονται με νέο εκλογικό σύστημα, ενισχυμένης αναλογικής, που προνοεί ότι ένα κόμμα δικαιούται συμμετοχή στη β’ κατανομή εδρών εφόσον εξασφάλισε κατά την πρώτη κατανομή τουλάχιστο μια έδρα και παγκύπριο ποσοστό 8%, ή ποσοστό 10% χωρίς έδρα.
Τα τρία νέα κόμματα αποτυγχάνουν να κερδίσουν έδρα στη Βουλή των αντιπροσώπων. Το ΑΚΕΛ, πρώτο σε ισχύ (32,8%), αναδεικνύει 12 βουλευτές, όσους και ο ΔΗΣΥ (31,9%), το ΔΗΚΟ με ποσοστό 19,5% εκλέγει οκτώ (8) και η ΕΔΕΚ με 8,2% τρεις (3).
Ενόψει των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου 1983, ΔΗΚΟ και ΑΚΕΛ προέρχονται τον Απρίλιο του 1982 σε συμφωνία συνεργασίας στη βάση «μίνιμουμ» προγράμματος. Η υποστήριξη του ΑΚΕΛ, επιτρέπει στον Σπύρο Κυπριανού να κερδίσει άνετα τις εκλογές με ποσοστό 56,5%, ενώ ο Γλαύκος Κληρίδης περιορίζεται σε 33,9% και ο Βάσος Λυσσαρίδης σε 9,5% των ψήφων.
Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές επισπεύδονται και πραγματοποιούνται τον Δεκέμβριο του 1985. Στο μεταξύ, με απόφαση της η Βουλή είχε αυξήσει τον αριθμό των εδρών σε 80 έναντι 50 που ίσχυε, που αντιστοιχεί σε 56 έναντι 35 για τους Ελληνοκύπριους. Ο ΔΗΣΥ κατατάγεται πρώτο κόμμα με 33,6% και 19 βουλευτές, το ΔΗΚΟ αυξάνει τα ποσοστά του σε 27,6% και καθίσταται δεύτερο κόμμα με 16 έδρες, το ΑΚΕΛ με 27,4% μένει σε 15 έδρες, ενώ η ΕΔΕΚ υπερβαίνει το 11% και παίρνει 6 έδρες.
Τον Μάιο του 1984 διεξάγονται κοινοτικές εκλογές, για να αναδειχθούν οι πρόεδροι κοινοτήτων, τα κοινοτικά συμβούλια και τα συμβούλια βελτιώσεως.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο 1986 πραγματοποιούνται για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία εκλογές για ανάδειξη δημάρχων και δημοτικών συμβουλίων. Το ΑΚΕΛ εκλέγει το μεγαλύτερο αριθμό δημάρχων.
Το 1988 σηματοδοτεί την πρώτη ομαλή εναλλαγή στην εξουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο επιχειρηματίας Γιώργος Βασιλείου, με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, κερδίζει την προεδρία στην επαναληπτική εκλογή, με μικρή διαφορά από τον Γλαύκο Κληρίδη (51,6% έναντι 48,4%). Ανάμεσα στους υποστηρικτές της υποψηφιότητας του είναι και το πρόσφατα ιδρυθέν Κόμμα των Φιλελευθέρων, του Νίκου Ρολάνδη, πρώην υπουργού στην κυβέρνηση Σπύρου Κυπριανού.
Το 1989 πραγματοποιούνται οι κοινοτικές εκλογές, για ανάδειξη προέδρων κοινοτήτων, χωριτικών αρχών και συμβουλίων βελτιώσεως.
Η μεταβολή στην παγκόσμια σκηνή και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των καθεστώτων στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έχει τις επιπτώσεις της στην Κύπρο. Το 1989-90 ομάδα βουλευτών και στελεχών του ΑΚΕΛ αποχωρούν ή αποβάλλονται από το κόμμα και, μαζί με κεντροαριστερές δυνάμεις δημιουργούν το Ανανεωτικό Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κίνημα – ΑΔΗΣΟΚ, τον Απρίλιο 1990, με ηγέτη τον Παύλο Δίγκλη. Εμφανίζεται ακόμα ένα νέο σχήμα, το Παγκύπριο Κόμμα Προσφύγων (ΠΑΚΟΠ) με ηγέτη τον Γιαννάκη Ερωτοκρίτου.
Το ΠΑΚΟΠ μετέχει στις εκλογές του Μαΐου 1991, με υποψηφίους στις περιφέρειες Κερύνειας, Αμμοχώστου και Λευκωσίας, στις οποίες ψηφίζουν πρόσφυγες, αποτυγχάνει να κερδίσει έδρα, όπως και το ΑΔΗΣΟΚ. Ο ΔΗΣΥ συνεργάζεται με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και αναδεικνύεται πάλι πρώτο κόμμα, με 35,8% και 20 έδρες. Ακολουθεί το ΑΚΕΛ με 30,6% και 18 έδρες, ενώ το ΔΗΚΟ με 19,5% υφίσταται σημαντική μείωση της επιρροής του και η ΕΔΕΚ παραμένει στο 11% περίπου. Στη Βουλή, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ διαθέτουν 11 και επτά (7) έδρες αντίστοιχα.
Μετά τις εκλογές αρχίζει από τον ΔΗΣΥ επίθεση φιλίας προς το ΔΗΚΟ. Αναδεικνύει τον Αλέξη Γαλανό του ΔΗΚΟ στην προεδρία της Βουλής και προχωρεί σε συνεργασία για τις δημοτικές εκλογές που έγιναν το Δεκέμβριο του 1991. Ο ΔΗΣΥ συμπεριφέρθηκε γενναιόδωρα, παραχωρώντας μεγάλο αριθμό δήμων σε υποψηφίους του ΔΗΚΟ και υποστηρίζοντας την εκλογή τους.
Τις προεδρικές εκλογές που θα ακολουθήσουν, το 1993, διεκδικεί ο ΔΗΣΥ με τον Γλαύκο Κληρίδη, που είχε αποτύχει να εκλεγεί το 1983 και το 1988. ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ κατέρχονται με δικό τους υποψήφιο, τον Πασχάλη Πασχαλίδη, ενώ το ΑΚΕΛ συνεχίζει την υποστήριξη προς τον Γιώργο Βασιλείου. Η μεγάλη αποτυχία για τον υποψήφιο ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ οδηγεί το ΔΗΚΟ σε αλλαγή στάσης και υποστήριξη του Γλαύκου Κληρίδη στο δεύτερο γύρο. Σε μια σκληρή αναμέτρηση, ο Κληρίδης κερδίζει σε επαναληπτική εκλογή την προεδρία απέναντι στον Γιώργο Βασιλείου, με διαφορά 2000 ψήφων.
Τον Ιούνιο του 1995 υιοθετείται νέο εκλογικό σύστημα, η απλή αναλογική, που δημιουργεί ελπίδες για εύκολη είσοδο μικρών κομμάτων στη Βουλή. Οι Νέοι Ορίζοντες και το Κίνημα Οικολόγων-Περιβαλλοντιστών είναι τα νέα κόμματα που μαζί με το Κίνημα Ελευθέρων Δημοκρατών – ΚΕΔ που είχε ιδρύσει το 1994 ο πρώην Πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου θα διεκδικήσουν για πρώτη φορά έδρα στη Βουλή.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1996, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ υφίστανται σημαντικές απώλειες, αφού η ισχύς του πρώτου μειώνεται σε 16,4% και της ΕΔΕΚ σε 8,1%. Μείωση ισχύος υφίσταται και ο Δημοκρατικός Συναγερμός (34,4%) που συνεργάζεται πάλι με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ το ΑΚΕΛ με 33% κερδίζει 2,5 μονάδες περίπου και 19 έδρες. Το ΚΕΔ, που εξασφάλισε 3,7% των ψήφων, εισέρχεται στη Βουλή με δύο βουλευτές.
Το Δεκέμβριο του 1996 συνεργάζονται για τις δημοτικές εκλογές το ΑΚΕΛ με την ΕΔΕΚ και ο ΔΗΣΥ με το ΔΗΚΟ. Η κεντροαριστερή συνεργασία αναδεικνύει 16 δημάρχους από σύνολο 24.
Στις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1998 ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ (το οποίο συγκυβέρνησε για πέντε σχεδόν χρόνια με τον ΔΗΣΥ) υποστηρίζουν την υποψηφιότητα του Γιώργου Ιακώβου, ο οποίος προηγείται ελαφρά του Γλαύκου Κληρίδη στον πρώτο γύρο (40,6% έναντι 40,06%). Στην επαναληπτική, όμως, εκλογή αναδεικνύεται πρόεδρος για δεύτερη θητεία ο Γλαύκος Κληρίδης, με 50,8%.
Οι εκλογές στις 27 Μαΐου 2001 ανέδειξαν στη βουλή οκτώ κόμματα. Το ΑΚΕΛ εξασφαλίζει 34,7%, το ψηλότερο ποσοστό που είχε ποτέ, ο ΔΗΣΥ ακολουθεί με 34%. Σημαντικές απώλειες υφίστανται το ΔΗΚΟ που λαμβάνει 14,8% και το ΚΙΣΟΣ με 6,5%, όπως επίσης οι Ενωμένοι Δημοκράτες – ΕΔΗ με 2,6%. Το ΚΙΣΟΣ είχε διαδεχθεί την ΕΔΕΚ και οι ΕΔΗ το ΚΕΔ, το οποίο ενώθηκε με το ΑΔΗΣΟΚ. Εξασφάλισαν μια έδρα, όπως επίσης οι Νέοι Ορίζοντες με 3%, το Κίνημα Οικολόγων-Περιβαλλοντιστών με 2% και το Αγωνιστικό Δημοκρατικό Κίνημα – ΑΔΗΚ του Ντίνου Μιχαηλίδη με 2,2%.
Τουρκοκυπριακές Εκλογές μετά το 1974
Η εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό, που ακολούθησαν το πραξικόπημα από τη χούντα των συνταγματαρχών, τον Ιούλιο του 1974, επέφερε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1975, τον πλήρη διαχωρισμό του πληθυσμού. Ήδη, από τα Χριστούγεννα του 1963, οι δυο κοινότητες ζούσαν χωριστά, με τους Τουρκοκύπριους να παραμένουν εγκλωβισμένοι σε θύλακες, σε κατάσταση πολιορκίας.
Η εξουσία βρισκόταν εξ ολοκλήρου στα χέρια των Ελληνοκυπρίων, η πολιτική ζωή στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα ήταν ανύπαρκτη, ενώ στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, μόνο από το 1970 άρχισε υποτυπώδης πολιτική δραστηριότητα.
Με το διαχωρισμό, από το καλοκαίρι του 1974, η τουρκοκυπριακή ηγεσία άρχισε να εργάζεται για μετατροπή της προσωρινής Αυτόνομης Διοίκησης που ανακήρυξε τον Δεκέμβριο του 1967 σε κρατική εξουσία. Λίγες μέρες μετά την υπογραφή από τον Πρόεδρο Μακάριο και τον Rauf Denktaş συμφωνίας για Ομοσπονδιακή λύση, τον Φεβρουάριο 1975, ανακηρύσσεται το Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου – KTFD. Στις 8 Ιουνίου 1975 διενεργείται δημοψήφισμα, στο οποίο εγκρίνεται σχεδόν “ομόφωνα”, με 99,4%, σύνταγμα για το νέο κράτος, το οποίο δεν έτυχε διεθνούς αναγνώρισης, εκτός από την Τουρκία. Σημειώνεται πως ο πλήρης διαχωρισμός του πληθυσμού δεν είχε επέλθει ακόμα γιατί μερικές χιλιάδες (περίπου οκτώ χιλιάδες) Τουρκοκύπριοι παρέμεναν στα χωριά τους στο νότο. Μεταφέρθηκαν στο βόρειο τμήμα του νησιού τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1975, μετά τη συμφωνία της Τρίτης Βιέννης.
Το 1975, ο Rauf Denktaş ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Ενότητας – UBP και το 1976 δημιουργείται ακόμα ένα κόμμα, το κεντροαριστερό Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης – TKP. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, o Rauf Denktaş και το UBP θα είναι κυρίαρχοι στην πολιτική ζωή των Τουρκοκυπρίων
Από το 1976 μέχρι σήμερα διεξάγονται ανελλιπώς κάθε τέσσερα χρόνια εκλογές για ανάδειξη τοπικών αρχών, δημοτικών συμβουλίων και δημάρχων, όπως επίσης κοινοτικών συμβουλίων και προέδρων κοινότητας. Το 1980 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες εκλογές για τοπικές αρχές.
Το 1976 έγιναν επίσης αναμετρήσεις για εκλογή προέδρου και ανάδειξη των μελών της βουλής, που ορίστηκαν σε 40. Σημειώνεται ότι η θητεία τους ορίστηκε στα πέντε χρόνια, ενώ για τις τοπικές αρχές παραμένει πάντα στα τέσσερα. O Denktaş εμφανίζεται κυρίαρχος με 76,5%, έναντι 21,9 του Berberoglu ενώ το Κόμμα Εθνικής Ενότητας – UBP επικρατεί με 53,7%. Το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης – TKP εξασφάλισε 20% και το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα – CTP 12,9%, μια μονάδα περισσότερο από το Λαϊκό Κόμμα – Halkçı Parti – HP.
Στις επόμενες αναμετρήσεις, το 1981, ο Denktaş επιβάλλεται οριακά με 51.7%, έναντι 30,5% του Ziyia Rizki, του Κόμματος Κοινοτικής Απελευθέρωσης – TKP και 12,7% του Özker Özgür, Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος – CTP. Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας επικρατεί με 42,5%, με το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης να ακολουθεί ενισχυμένο στο 28,5%. Το Κόμμα Τουρκικής Ένωσης – TBP, πρώτη πολιτική δύναμη που εκπροσωπεί έποικους παίρνει 5,5%. με το ποσοστό του σε κοινότητες εποίκων να είναι κατά μέσο όρο 30,6%.
Στις 15 Νοεμβρίου 1983, η Τουρκοκυπριακή ηγεσία προχωρεί σε μονομερή ανακήρυξη κράτους, της Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου – KKTC και τον Μάιο 1985 οργανώνει δημοψήφισμα το οποίο με ποσοστό 70,2% εγκρίνει το σύνταγμα του. Τα Ηνωμένα Έθνη καταδίκασαν την ανακήρυξη και μέχρι σήμερα μόνο η Τουρκία αναγνωρίζει την οντότητα αυτή.
Το 1985, ο Rauf Denktaş επιβάλλεται πάλι με 70,2%, ενώ το Κόμμα Εθνικής Ενότητας – UBP υφίσταται περαιτέρω πτώση, περιοριζόμενο σε 36,8%, με το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα – CTP να αναδεικνύεται δεύτερο με 21,4%. Η νέα δύναμη που εκπροσωπεί τους έποικους, το Κόμμα της Αναγέννησης – YDP, στο οποίο προσχώρησε το Κόμμα Τουρκικής Ένωσης έλαβε 8,8%. Ο μέσος όρος ψήφων που εξασφάλισε σε κοινότητες εποίκων ανήλθε σε 47,4%.
Η δυσαρέσκεια της αντιπολίτευσης έναντι του Rauf Denktaş οδήγησε το 1990 στη σύμπραξη των Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος – CTP, του Κόμματος Κοινοτικής Απελευθέρωσης – TKP και του κόμματος των εποίκων – YDP σε μέτωπο με την επωνυμία Κόμμα για Δημοκρατικό Αγώνα – DMP. Δεν πέτυχαν όμως στην ανατροπή, αφού ο Denktaş κέρδισε τον κοινό υποψήφιο Ismail Bozkurt με 66,7% και το UBP επικράτησε με 54,6%. Ακολούθησε αμφισβήτηση του αποτελέσματος, απόσυρση της αντιπολίτευσης και αναπληρωματική εκλογή το 1991 που έδωσε στο UBP 46 από τις 50 έδρες.
Η ρήξη Rauf Denktaş και Derviş Eroğlu οδήγησε σε ρήξη στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας – UBP και τη γέννηση του Δημοκρατικού Κόμματος – DP to 1992. Στις πρόωρες εκλογές του 1993, UBP και DP ισοψηφούν σε έδρες και σε μερίδιο ψήφων περίπου στο 28% και για πρώτη φορά, η εξουσία εκφεύγει από το UBP. Σχηματίζεται συνασπισμός Δημοκρατικού Κόμματος με το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, το οποίο βρίσκεται σε φάση αλλαγής ιδεολογίας προς Σοσιαλδημοκρατία.
Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κομμα υπέστη σοβαρές απώλειες, το 1998. Έχασε εννέα μονάδες σε ποσοστά ψήφου του 1993 (24,2%) και επτά από τις 13 έδρες, και έπεσε στην τέταρτη θέση, μετά το UBP, το οποίο νίκησε το DP, κερδίζοντας 40,2% έναντι 22,6% των ψήφων, και το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης (15,4%).
Στην κρίσιμη εκλογή του 2003, η οποία θεωρήθηκε σημαντική για τη λύση του κυπριακού και την ένταξη ενωμένης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα τερμάτισε πρώτο, με 35,2%, μπροστά από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, 32,9%. Μοιράστηκε την εξουσία με το Δημοκρατικό Κόμμα, με τον Mehmet Ali Talat, να ηγείται του συνασπισμού.
Οι πρόωρες εκλογές ήταν και πάλι στην ημερήσια διάταξη τον Φεβρουάριο του 2005, μετά την κατάρρευση του συνασπισμού, και το CTP ήταν ο σαφής νικητής με 44,5%. Δύο μήνες αργότερα, ο Talat κέρδισε τις εκλογές εναντίον του κύριου αντιπάλου Eroğlu και διαδέχτηκε τον Rauf Denktaş, ο οποίος δεν επεδίωξε επανεκλογή.
Η εξουσία επανήλθε στις συντηρητικές δυνάμεις, όταν ο Eroğlu, ο οποίος φάνηκε να είχε αποσυρθεί από την πολιτική το 2006, επέστρεψε με νίκη για το κόμμα του UBP, τον Απρίλιο του 2009, και για τον εαυτό του, κερδίζοντας ενάντια στον απερχόμενο Talat το 2010.
Η ανατροπή σημειώθηκε πάλι σε πρόωρη αναμέτρηση, τον Ιούλιο του 2013, με το CTP, με νέο ηγέτη τον Özkan Yorgancıoğlu, να κερδίζει με 38,4% έναντι 27,3% για το UBP.
Το 2015, ο Mustafa Akıncı εξελέγη πρόεδρος σε αναμέτρηση δυο γύρων με αντίπαλους τον Derviş Eroğlu, την Sibel Siber – υποψηφία του CTP και τον πρώην Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή Kudret Özersay.
Οι εκλογές του Ιανουαρίου 2018 διεξάχθηκαν με νέο σύστημα. Ο ψηφοφόρος είχε τη δυνατότητα να δώσει ψήφους προτίμησης σε υποψηφίους όχι μόνο σε διαφορετικά κόμματα της εκλογικής του περιφέρειας, αλλά και άλλων περιφερειών. Και πάλι, το CTP και το UBP εναλλάκτηκαν στην κορυφή, με το UBP, το οποίο είχε νέο ηγέτη τον Hüseyin Özgürgün, να εξασφαλίζει 35,6% και το CTP να μένει στο 20,9%. Αναδύθηκε μια νέα δύναμη, το Λαϊκό Κόμμα – HP (2016) του Kudret Özersay, με το μερίδιό του στο 17,1%.