Ο Δημοκρατικός Συναγερμός – ΔΗΣΥ ιδρύθηκε το 1976 από τον Γλαύκο Κληρίδη και στελέχη από το πρώην Ενιαίον Κόμμα της Εθνικόφρονος Παρατάξεως – Ενιαίον και την Προοδευτική Παράταξη, τα οποία κατέρρευσαν μετά την τουρκική εισβολή εξαιτίας της υποστήριξης ορισμένων από τα στελέχη τους προς το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, το καλοκαίρι του 1974. Το κόμμα αντιμετώπισε αποκλεισμό και συστηματικό διασυρμό από την ημέρα της ίδρυσης του από τις δυνάμεις υπέρ του Μακαρίου που συμμάχησαν εναντίον του. Κατηγορούσαν το κόμμα ότι προσέφερε καταφύγιο στους συνεργούς του πραξικοπήματος και της ακροδεξιάς. Με την εκμετάλλευση του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος που ίσχυε τότε, εμπόδισαν την είσοδο του στο κοινοβούλιο το 1976, παρά το ότι έλαβε 27% των ψήφων. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, ο ΔΗΣΥ αναδείχθηκε σε αξιόπιστη πολιτική δύναμη και εναλλακτική λύση στην αποτυχημένη συμμαχία των Μακαριακών δυνάμεων. Οι εκλογικές επιτυχίες του ΔΗΣΥ στις βουλευτικές εκλογές του 1981 και 1985, όταν έγινε το μεγαλύτερο κόμμα, άνοιξαν το δρόμο για πλήρη νομιμοποίηση του.
Το κόμμα διεκδίκησε τις βουλευτικές εκλογές μόνο ή σε συμμαχίες με μικρά κόμματα και όλες τις προεδρικές εκλογές με τον πρόεδρό του ως υποψήφιο. Μικρά κόμματα συγχωνεύθηκαν με το ΔΗΣΥ σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, όπως το Δημοκρατικό Εθνικό Κόμμα – ΔΕΚ το 1976 και τη Νέα Δημοκρατική Παράταξη – ΝΕΔΗΠΑ πριν από τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1988. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων συγχωνεύθηκε με το ΔΗΣΥ το 2003, μετά από διαδοχικές συμμαχίες από το 1991. Μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 1988, ο Κληρίδης υποστήριξε τις πολιτικές του νέου προέδρου Γιώργου Βασιλείου στο Κυπριακό,  χειρονομία που ερμηνεύθηκε σαν απόδειξη συμφιλίωσης και μετριοπαθούς πολιτικής συμπεριφοράς .
Ο ΔΗΣΥ, ως δεξιό κόμμα, αντλεί στήριξη από τις παραδοσιακές συντηρητικές δυνάμεις και απευθύνεται σε ευρύ φάσμα ψηφοφόρων. Στην ιδρυτική διακήρυξη του, δόθηκε εξέχουσα θέση στη δημοκρατία και τις δημοκρατικές αρχές, σαν απάντηση σε εκείνους που επιτίθεντο στο κόμμα και στον αρχηγό του για την προσφορά καταφυγίου στους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος του 1974. Στην καθημερινή πολιτική δράση, ο ΔΗΣΥ προώθησε την εικόνα μετριοπαθούς δεξιού και κεντροδεξιού κόμματος. Το 1991 επεδίωξε προσέγγιση και εκλογική συνεργασία με το σημαντικότερο εχθρό του, το Δημοκρατικό κόμμα – ΔΗΚΟ, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα ένωνε ολόκληρο το κέντρο και τη δεξιά παράταξη και θα εμπόδιζε το δρόμο στα «κόκκινα λάβαρα» του ΑΚΕΛ.
Μαζί με προβολή πολιτικής μετριοπάθειας, ο ΔΗΣΥ χρησιμοποίησε χρώματα του ουράνιου τόξου με το ανοιχτό μπλε λογότυπό του το 1991, σύμβολα που μπορούσαν να προσελκύσουν δυνάμεις πέρα από τους παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους. Άδραξε επίσης τη χρυσή ευκαιρία που προσέφερε το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε  το ΔΗΚΟ μετά την απώλεια της εξουσίας το 1988, και ξεκίνησε μια πολιτική προσέγγισης υποστηρίζοντας τον αντιπρόεδρο του ΔΗΚΟ, Αλέξη Γαλανό, ως πρόεδρο του κοινοβουλίου το 1991. Η σύσταση συμμαχίας ΔΗΚΟ-ΔΗΣΥ στις εκλογές των δημάρχων έξι μήνες αργότερα επέτρεψε στο κόμμα να απευθύνεται σε ευρύτερη βάση ψηφοφόρων. Παρά την αποτυχία του να διασφαλίσει εκ των προτέρων εγγυήσεις για μελλοντική συνεργασία σε αντάλλαγμα στη γενναιοδωρία του προς το ΔΗΚΟ, έτυχε στην πράξη της υποστήριξης του τελευταίου στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1993. Ο Κληρίδης κέρδισε την προεδρία της Δημοκρατίας με περιθώριο μόλις 2.000 ψήφων (0,6%) έναντι του απερχόμενου Προέδρου Βασιλείου. Για να πετύχει, ο ΔΗΣΥ και ο ηγέτης του είχαν αναστρέψει τις πολιτικές τους στο Κυπριακό και πολέμησαν στα τέλη του 1992 τις προσπάθειες Βασιλείου για λύση μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Οι πολιτικές της κυβέρνησης Κληρίδη, στην οποία οι υπουργικές θέσεις μοιράστηκαν εξίσου μεταξύ του ΔΗΚΟ και του ΔΗΣΥ, μετατοπίστηκαν σε εθνικιστικές επιλογές και ρητορική. Κεντρική θέση κατέλαβαν το ενιαίο αμυντικό δόγμα με την Ελλάδα και η θεωρία του «αδρανούς ηφαιστείου». Τυχόν αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να λύσει το Κυπριακό θα προκαλέσει την έκρηξη του ηφαιστείου… Η αγορά ρωσικών πυραύλων S300 ήταν άλλο ένα παράδειγμα αυτής της προσέγγισης.
Ο Κληρίδης κέρδισε δεύτερη προεδρική θητεία το 1998, με την υποστήριξη μικρών κομμάτων και αλλαγή στη στάση της ΕΔΕΚ, που κήρυξε το τέλος εχθροτήτων του παρελθόντος. Αυτό οδήγησε στο σχηματισμό μιας πολυκομματικής κυβέρνησης. Ο ΔΗΣΥ αισθάνθηκε την ανάγκη να αλλάξει τις εθνικιστικές του θέσεις και να ξεφύγει από την εσωστρέφεια, η οποία περιόριζε την εκλογική του απήχηση. Έπρεπε να βρει τρόπους να διατηρήσει επαφή με τον ψηφοφόρο του κέντρου και της δεξιάς και να απαντά στην επίθεση του ΑΚΕΛ. Το μανιφέστο του για την «Ευρωδημοκρατία» του 1998 και η άρνηση των ιδεολογικών διαχωρισμών ήταν απόπειρα προς αυτές τις κατευθύνσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς, ο ΔΗΣΥ προσέφερε διέξοδο στην ιδεολογική σύγχυση που κυριαρχούσε ανάμεσα στους υποστηρικτές του, λόγω της ποικιλίας των ομάδων που ίδρυσαν το κόμμα το 1976. Ο ισχυρισμός ότι οι όροι «αριστερά», «δεξιά» και «κέντρο» ήταν παρωχημένοι και η νέα ταυτότητα, που καθορίστηκε με βάση τις ανθρωπιστικές αξίες, τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και τον ρεαλισμό, ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό και την κυριαρχία του κράτους, όλα μαζί στήριξαν το επιχείρημα του κόμματος ότι «καλύπτει ευρύ πολιτικό φάσμα»,
Με βάση το νέο προσανατολισμό, ο ΔΗΣΥ οριοθετεί τον εαυτό του σαν πολυσυλλεκτικό κόμμα, ελκυστικό για όλους τους πολίτες. Στις εκλογές του 2001 επικεντρώθηκε στον φιλοευρωπαϊκό χαρακτήρα του, σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό του ΑΚΕΛ, και ζήτησε την ψήφο του λαού σαν μέσο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής προοπτικής. Αυτό αποσκοπούσε στη μετατόπιση της προσοχής από τα ισχυρά στοιχεία των θέσεων του ΑΚΕΛ – αντιπαράθεση στον εθνικισμό και εστίαση σε εσωτερικά ζητήματα και προβλήματα. Τα κύρια επιχειρήματα του ΔΗΣΥ υπέδειξαν χρήση της Ευρώπης περισσότερο σαν πηγή άντλησης συμβόλων παρά σύνολο αξιών.
Ο ΔΗΣΥ δεν κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία. Πέρασε στην αντιπολίτευση και, μήνες αργότερα, κατά το 10ο συνέδριο (Μάιος 2003), όρισε τη νέα του αντίληψη, αυτή της «σύγχρονης δυναμικής αντιπολίτευσης» που θα παρουσίαζε μια εναλλακτική πρόταση για διακυβέρνηση.

Στην περίπτωση του σχεδίου του ΟΗΕ / Αννάν και του δημοψηφίσματος, τον Απρίλιο του 2004, η ηγεσία του συντηρητικού κόμματος ανέτρεψε τους παραδοσιακούς ρόλους υποστηρίζοντας το σχέδιο, ενάντια σε ό,τι εμφανίστηκε στις δημοσκοπήσεις σαν θέση των δύο τρίτων των ψηφοφόρων του. Η επιλογή προκάλεσε διάσπαση, αποκλεισμούς και αποχωρήσεις στελεχών που δημιούργησαν νέα πολιτικά σχήματα. Παρά τα προβλήματα, το κόμμα προσπάθησε να εξηγήσει τις θέσεις του και πέτυχε σχετικά καλά αποτελέσματα στις ευρωπαϊκές εκλογές τον Ιούνιο του 2004 και στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2006.
Ωστόσο, ο ΔΗΣΥ συνέχισε να είναι ψηφιδωτό πολιτικών δυνάμεων και, μετά το 2006, υπέστη επίσης σημαντικές απώλειες επιρροής, όπως και άλλα κόμματα, όταν τα ποσοστά αποχής αυξήθηκαν και έφθασαν το 2016 στο 33,2%.
Το 2013, ο ΔΗΣΥ εξέλεξε τον πρόεδρο του, Νίκο Αναστασιάδη, στην προεδρία της Δημοκρατίας, με την υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος – ΔΗΚΟ, το οποίο συμμετείχε στην κυβέρνηση. Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν να δεχτεί ένα σχέδιο που επέβαλε το Eurogroup για “να σώσει την οικονομία”, που οδήγησε στο κλείσιμο μιας από τις δύο μεγάλες τράπεζες, κούρεμα καταθέσεων και άλλα σκληρά μέτρα.
Η κυβέρνηση κατάφερε να σταθεροποιήσει την οικονομία και να εισαγάγει κάποιες μεταρρυθμίσεις περιορισμένου πεδίου εφαρμογής.
Το 2018, ο Νίκος Αναστασιάδης επανεξελέγη στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ποσοστό ψήφων του ΔΗΣΥ το 2016 ήταν 30,7% έναντι 34,3% το 2011, με τα ποσοστά αποχής να είναι 33,2% το 2016 και 21,3% το 2011.