Το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού – ΑΚΕΛ ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1941 από στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου (KKK) και από προσωπικότητες της αστικής τάξης. Η Κύπρος βρισκόταν υπό βρετανική αποικιακή κυριαρχία και στη συγκεκριμένη περίοδο επικρατούσαν συνθήκες πολιτικού κενού εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε μετά από λαϊκή εξέγερση τον Οκτώβριο του 1931. Το νέο κόμμα επωφελήθηκε από την απουσία άλλης οργανωμένης πολιτικής δύναμης και, μέσα από μια σταθερή προσπάθεια δημιουργίας στερεών οργανωτικών δομών, καθιέρωσε την επιρροή του σημειώνοντας εντυπωσιακές εκλογικές επιτυχίες. Το ΑΚΕΛ κέρδισε τις δημοτικές εκλογές σε δύο από τις έξι μεγάλες πόλεις το 1943 και σε πέντε από τις έξι μεγάλες πόλεις το 1946. Ο ηγετικός ρόλος του για την οργάνωση των εργατικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1940 σε μια εποχή σημαντικών κοινωνικών και εργασιακών αλλαγών στην Κύπρο βοήθησε περαιτέρω τη διεύρυνση της επιρροής του κόμματος.

Το ΑΚΕΛ συνυπήρξε με το παράνομο ΚΚΚ μέχρι το 1946 όταν λήφθηκε η απόφαση να παραμείνει ως το μόνο κόμμα της αριστεράς στην Κύπρο, με διάλυση του ΚΚΚ.
Οι συντηρητικές δυνάμεις με τη βοήθεια της Εκκλησίας της Κύπρου αντέδρασαν στην παρουσία και επιρροή του ΑΚΕΛ με την οργάνωση της δεξιάς παράταξης και την ανάληψη πρωτοβουλιών στο Κυπριακό Πρόβλημα. Αποκλείουν το ΑΚΕΛ από αυτές τις πρωτοβουλίες και τίθενται αντιμέτωπες  σε κινητοποιήσεις και απεργίες των αριστερών εργαζομένων. Οι πρωταγωνιστές του αντιαποικιακού αγώνα του 1955-9, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, κάλεσαν το ΑΚΕΛ να παραμείνει μακριά από αυτόν τον αγώνα που είχε ως στόχο την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Αυτό δημιούργησε ορισμένα προβλήματα νομιμοποίησης ενώπιον του λαού για το κόμμα κατά τη μεταβατική περίοδο στην ανεξαρτησία. Εντούτοις, μετά τη δοκιμή της επιρροής του με την υποστήριξη του συντηρητικού υποψήφιου Γιάννη Κληρίδη σε συμμαχία με ομάδες δεξιών ως αντίπαλου του Μακαρίου στις πρώτες προεδρικές εκλογές (Δεκέμβριος 1959), το κόμμα προσέφερε στη συνέχεια άνευ όρων στήριξη στον Μακάριο, μέχρι το θάνατό του το 1977. Αργότερα, πρόσφερε στήριξη σε προεδρικούς υποψηφίους χωρίς να συμμετέχει στην κυβέρνηση. Αρκείτο να διασφαλίζει σε αντάλλαγμα υπουργικά χαρτοφυλάκια για γνωστές προσωπικότητες που απολάμβαναν την εμπιστοσύνη του.
Στο πλαίσιο του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, που ίσχυσε από το 1960 έως το 1976, το ΑΚΕΛ διεκδίκησε περιορισμένο αριθμό εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, παρά το ότι διασφάλιζε έως και 40% των ψήφων. Το κόμμα διατήρησε σταθερά την εικόνα του ως μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος που είναι βαθιά αφοσιωμένο στα κομμουνιστικά ιδεώδη, αν και δεν είχε εμπλοκή σε ιδεολογικές συζητήσεις ή επαναστατικές θέσεις. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και το ανατολικό μπλοκ, ευθυγραμμίζοντας τις θέσεις του με τη Μόσχα σε όλα τα διεθνή θέματα. Τοπικά, διεκδικούσε τη θέση πως ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος της εργατικής τάξης και των αριστερών προοδευτικών δυνάμεων. Στον κομματικό του λόγο, το ΑΚΕΛ ταύτιζε την ύπαρξη του με το λαό και πρόβαλλε τα επιτεύγματά του ως νίκες του λαού. Χωρίς να εκλείπουν εκλάμψεις ιδεολογικού φανατισμού, το κόμμα επέδειξε μετριοπαθείς και συναινετικές προσεγγίσεις σε κοινωνικά ζητήματα και το Κυπριακό πρόβλημα.
Τα χρόνια της περεστρόικα και της κατάρρευσης του κομμουνιστικού κόσμου στην Ευρώπη συνέπεσαν με το θάνατο του Εζεκία Παπαϊωάννου, γενικού γραμματέα του ΑΚΕΛ για 39 χρόνια. Μια εσωτερική κρίση ξέσπασε το 1988, που δημιουργήθηκε από ιδεολογικές διαφορές, προσωπικές αντιπαλότητες και προβλήματα από τις μεγάλες απώλειες του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1985. Η κρίση, που συνδέθηκε επίσης με την εκλογή του νέου γενικού γραμματέα, του 42χρονου Δημήτρη Χριστόφια, έληξε το 1990, με την αποβολή ή αποχώρηση ηγετικών στελεχών από το κόμμα. Αναπτύχθηκαν τότε ευρεία προσπάθεια ανανέωσης της ηγεσίας, μαζί με επαναπροσδιορισμό των αξιών και του προγράμματος του κόμματος και μερικές οργανωτικές αλλαγές.
Το 1990, το 17ο συνέδριο του κόμματος υιοθέτησε μανιφέστο με τίτλο «Η αντίληψη μας για το σοσιαλισμό», στο οποίο το ΑΚΕΛ όρισε ένα περιεκτικό ιδεολογικό πλαίσιο. Η βασική ιδέα ήταν ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλές μορφές σοσιαλισμού και οι επιλογές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο τις «δραματικές αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο» αλλά και «ιδιαιτερότητες της κυπριακής πραγματικότητας». Αν και αποτίει φόρο τιμής και επιβεβαιώνει τη δέσμευση στα ιδανικά της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας και της κληρονομιάς του Ένγκελς, το κόμμα δέχθηκε ότι η πορεία προς το σοσιαλισμό θα επιδιωχθεί με δημοκρατικά μέσα, σε πλαίσιο πολυφωνίας και με σεβασμό στις ατομικές ελευθερίες. Το 18ο συνέδριο (Νοέμβριος 1995) εξέφρασε τη λύπη του για τη «διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της κοινότητας των σοσιαλιστικών χωρών στην Ανατολική Ευρώπη» σαν «αρνητική εξέλιξη για το σύνολο της ανθρωπότητας» και αποφάσισε να αλλάξει την αρνητική θέση του κόμματος στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, που εγκρίθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Διατηρώντας τις απόψεις του για την ΕΕ σαν «μια προηγμένη μορφή καπιταλιστικής πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης» και σαν «την πολιτική επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη», το κόμμα αποφάσισε προσαρμογή της θέσης του και αποδοχή της ευρωπαϊκής πορείας ώστε να επιτευχθεί μέσα από αυτή μια δίκαιη λύση για το Κυπριακό.

Στο ίδιο 18ο συνέδριο, το ΑΚΕΛ υποστήριξε ότι, ως μεγάλο κόμμα, δεν μπορεί να αρκείται στην υποστήριξη προς άλλα κόμματα για να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξουσία. Διακήρυξε ότι είναι έτοιμο να αναλάβει τις ευθύνες του με την κατάληψη θέσεων εκτελεστικής και άλλης εξουσίας.
Η υιοθέτηση των ανωτέρω, οδήγησε στην εκλογή του Γενικού Γραμματέα του, Δημήτρη Χριστόφια, ως Πρόεδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων με την υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος – ΔΗΚΟ, τον Ιούνιο του 2001. Σε αντάλλαγμα, το ΑΚΕΛ υποστήριξε και εξέλεξε τον πρόεδρο του ΔΗΚΟ Τάσσο Παπαδόπουλο στην Προεδρία της Δημοκρατίας, τον Φεβρουάριο του 2008. Συμμετείχε στην κυβέρνηση με πέντε υπουργούς μέχρι το καλοκαίρι του 2007, όταν το κόμμα αποφάσισε να υποστηρίξει τον Χριστόφια ως υποψήφιο για το ανώτατο αξίωμα της Δημοκρατίας. Τον Φεβρουάριο του 2008, ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ έγινε ο πρώτος Κομμουνιστής Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η θέση που υιοθέτησε το ΑΚΕΛ κατά του σχεδίου των Ηνωμένων Εθνών για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, στο δημοψήφισμα του Απριλίου 2004, ο χειρισμός της οικονομικής κρίσης από το 2010 έως το 2012 και η ανάφλεξη εκρηκτικών που είχαν κατασχεθεί από πλοίο, τον Ιούλιο του 2011, ήταν ανάμεσα στις κύριες αιτίες της σημαντικής απώλειας επιρροής του κόμματος που ακολούθησε. Το μερίδιο ψήφου του ΑΚΕΛ το 2016 ήταν 25,7% έναντι 34,1% (το υψηλότερο του κόμματος) το 2001, αν και με αποχή στο 33,2% έναντι 8,2% το 2001.