Μετά από δεκαετίες κυριαρχίας του στην πολιτική ζωή της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ο Ραούφ Ντενκτάς ανακοίνωσε πως δεν θα διεκδικούσε επανεκλογή το 2005. Η μετά-Ντενκτάς εποχή ήταν ήδη πραγματικότητα. Ο δρόμος είχε ανοίξει, ήδη, περισσότερο από δυο χρόνια νωρίτερα, από τις τελευταίες εβδομάδες του 2002. Η ισχύς του Τουρκοκύπριου ηγέτη και η δυνατότητα που είχε για επιρροή στους πολιτικούς, στρατιωτικούς κύκλους, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία της Τουρκίας, άρχισε να κλονίζεται από τη μέρα ανάδειξης του Ταγίπ Ερτογάν ως πρωθυπουργού της Τουρκίας Ο Ερτογάν εμφανίστηκε να υιοθετεί νέα προσέγγιση στο Κυπριακό, παραμερίζοντας την κοινή γραμμή Τουρκοκυπρίων και Άγκυρας, σύμφωνα με την οποία το Κυπριακό λύθηκε το 1974, μετά την εισβολή και κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου από τον τουρκικό στρατό. Δήλωνε πως η Τουρκία βρίσκει το πρόβλημα διαρκώς μπροστά της, δεν αφήνει τη χώρα να προχωρήσει με τα σχέδια της, και ήταν ανάγκη να εξευρεθεί λύση.
Η εκλογή του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερτογάν συνέπεσε με την πιο σημαντική εξέλιξη στην ιστορία του κυπριακού: Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών παρουσίασε στις εμπλεκόμενες στο κυπριακό πλευρές ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σχέδιο για επίλυση του προβλήματος, γνωστό σαν Σχέδιο Αννάν, στις 11 Νοεμβρίου 2011. Απώτερος στόχος ήταν η λύση και ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως ενωμένου κράτους, το 2004.
Οι εξελίξεις επενεργούσαν αρνητικά στη θέση του Ντενκτάς μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινωνία, επίσης. Η υποστήριξη και εμπιστοσύνη της κοινωνίας εξασθενούσε δραματικά, και η εξουσία του παντοδύναμου ηγέτη άρχισε να κλονίζεται. Η πολιτική που ακολουθούσε φαινόταν παρωχημένη και εκτός της πραγματικότητας της περιόδου αυτής. Όσο πλησίαζε η ημερομηνία που η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν γεγονός, αυξάνονταν και οι προσπάθειες ώστε να εξευρεθεί λύση στο κυπριακό. Αναπτύσσεται δυναμική που ευνοούσε τις δυνάμεις που εργάζονταν προς την πιο πάνω κατεύθυνση. Από τους τελευταίους μήνες του 2002, άρχισαν να πραγματοποιούνται στην τουρκοκυπριακή κοινότητα πρωτόγνωρες κινητοποιήσεις, με συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Βασικό αίτημα τους ήταν να υπάρξει λύση του κυπριακού και να ενταχθεί ενωμένη η Κύπρος στην ΕΕ.
Τα γεγονότα, σε συνδυασμό με προβλήματα υγείας που ο Ντενκτάς αντιμετώπισε στην συγκεκριμένη περίοδο, οδήγησαν σε εκ των πραγμάτων μερικό παραμερισμό του. Σε συναντήσεις με τα Ηνωμένα Έθνη τον Μάρτιο του 2003, ο νεοκλεγείς Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος δήλωσε πως θα αποδεχόταν το σχέδιο Αννάν, αφού θα του παρέχονταν ορισμένες διευκρινήσεις, ενώ ο Ντενκτάς το απέρριψε. Η παγίωση της εξουσίας Ερτογάν έκανε δυνατή την προβολή προσώπων που μπορούσαν να είναι διάδοχοι του Ντενκτάς. Ο τελευταίος, όμως, είχε ρόλο μέχρι το δημοψήφισμα του Απρίλη 2004.
Στο σκηνικό της τουρκοκυπριακής κοινωνίας, ο διαρκής κερματισμός πολιτικών δυνάμεων και κάποια ισοψηφία μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, μετά τις εκλογές, τον Δεκέμβριο του 2003, έδινε στην Άγκυρα μεγαλύτερη δυνατότητα ρυθμιστή στην πολιτική ζωή των Τουρκοκυπρίων.
Ο Ντενκτάς θεωρείτο εμπόδιο στην προοπτική που φαινόταν να διανοίγεται. Ταυτόχρονα, όμως, το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων του Απρίλη 2004, με την απόρριψη του Σχεδίου Αννάν από τους Ελληνοκυπρίους και την ένταξη στην ΕΕ ενός μοιρασμένου νησιού είχε αρνητική επενέργεια στο κίνημα και τις ελπίδες για λύση. Η δυναμική δεν εξουδετερώθηκε και το Φεβρουάριο του 2005, το αριστερό Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα (ΡΤΚ – CTP) – Νέες Δυνάμεις, με ηγέτη τον Mehmet Ali Talat, κέρδισε τις εκλογές με 44,5%, έναντι 31,7% του συντηρητικού Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Το αποτέλεσμα φαινόταν να δίνει προβάδισμα στον ηγέτη του ΡΤΚ στην επερχόμενη αναμέτρηση για την ανάδειξη ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Υποψήφιοι στη διεκδίκηση της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων, τον Απρίλιο 2005, ήταν οι ακόλουθοι:
Ο Mehmet Ali Talat, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (CTP), από το 1996. Το κόμμα ιδρύθηκε το 1970, ως δύναμη αντιπολίτευσης σε περιβάλλον στο οποίο δεν υπήρχε σημαντικό περιθώριο για πολιτική ζωή. Από αριστερό – κομμουνιστικό κόμμα, είχε στο μεταξύ εξελιχθεί σε σοσιαλιστικό δημοκρατικό, εγκαταλείποντας τη ριζοσπαστική ρητορική του των προηγούμενων δεκαετιών.
Ο Derviş Eroğlu, ηγέτης του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (KEE – UBP), από τον Δεκέμβριο του 1983. Ιδρυτής του κόμματος είναι ο Ραούφ Ντενκτάς, με ιδεολογία συντηρητική – εθνικιστική. Ο Έρογλου είχε έλθει επανειλημμένα σε πολιτική αντιπαράθεση με τον Ραούφ Ντενκτάς. Επίσης, τον αντιμετώπισε το 1995 σε αναμέτρηση για την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων και έχασε στο δεύτερο γύρο, με ποσοστό 37,5%, έναντι 62,5%. Το 2000, προκρίθηκαν πάλι οι δύο στον δεύτερο γύρο, αλλά ο Έρογλου αποσύρθηκε, αφήνοντας τη νίκη στον Ντενκτάς. Μετά το δημοψήφισμα του 2004, το KEE προσάρμοσε την πολιτική του, υιοθετώντας θετική στάση για ένταξη των Τουρκοκυπρίων στην ΕΕ πριν την ένταξη της Τουρκίας, αλλά και για την ανάγκη λύσης του Κυπριακού.
Ο Mustafa Şenol Arabacıoğlu κατήλθε ως υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ – DP), το οποίο ιδρύθηκε το 1992 από πολιτικούς που αποσχίστηκαν από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας. Η απόσχιση, μια από τις πολλές που υπέστη το ΚΕΕ – UBP, προκλήθηκε μετά από προστριβές μεταξύ Έρογλου και Ραούφ Ντενκτάς. Ηγέτης του κόμματος από το 1996 παραμένει ο υιός Ντενκτάς, Σερντάρ.
Ο Nuri Çevikel, ηγέτης του Νέου Κόμματος (ΝΚ – YP), το οποίο είχε λάβει 1,8% των ψήφων τον Φεβρουάριο 2005.
Ο Hüseyin Angolemli, ως ηγέτης του κεντροαριστερού Κόμματος Κοινοτικής Απελευθέρωσης (ΚΚΑ – TKP). Το κόμμα ιδρύθηκε το 1976 και το πιο ψηλό ποσοστό του ήταν 15,4% (1998).
Η Zehra Cengiz (Σοσιαλιστικό Κόμμα Κύπρου – ΣΚΚ – KSP) και οι ανεξάρτητοι Zeki Beşiktepeli, Arif Salih Kırdağ και ο Ayhan Kaymak συμπλήρωναν το ψηφοδέλτιο των υποψηφίων. Εννέα υποψήφιοι αποτελεί επίδοση για παρόμοια αναμέτρηση.
Με το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα να έχει ήδη κερδίσει την αναμέτρηση του Φεβρουαρίου με σημαντικό προβάδισμα έναντι του ΚΕΕ, και με βασικό αντίπαλο τον Έρογλου, ο οποίος αντιμετώπιζε ήδη εσωκομματική αμφισβήτηση, ο Mehmet Ali Talat πέτυχε άνετη επικράτηση από τον πρώτο γύρο, με 55,6%. Ο αντίπαλος του περιορίστηκε σε 22,7%, ενώ το κόμμα του είχε λάβει 31,7% δυο μήνες νωρίτερα.
Εκ πρώτης όψεως το αποτέλεσμα αποτελούσε θρίαμβο του Ταλάτ, αλλά προσεκτική ανάλυση των δεδομένων υποδεικνύει πως κέρδισε γιατί δεν υπήρχε άλλη επιλογή για πολλούς ψηφοφόρους, ενώ, ταυτόχρονα, η δυναμική από τους υποστηρικτές της λύσης παρουσίασε σημαντική κάμψη. Η αποχή ανήλθε ελαφρώς πάνω από 30%, που, όμως, ήταν δέκα μονάδες περισσότερο από τον Φεβρουάριο και επικεντρώνεται στη Λευκωσία και τα περίχωρα της, όπως επίσης σε άλλες περιοχές που είχαν ταχθεί με έμφαση υπέρ της λύσης και ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξιόλογο στοιχείο είναι η σημαντική επιρροή σε κοινότητες με έποικους από την Τουρκία, όπου ο Ταλάτ έλαβε το ένα τρίτο περίπου των ψήφων. Παραδοσιακά, 85-90% της ψήφου των εποίκων δινόταν σε συντηρητικά κόμματα, αλλά η άσκηση εξουσίας από το κόμμα του Ταλάτ, που είχε προηγηθεί, έδωσε τη δυνατότητα για διείσδυση σε κοινότητες που φέρουν τα χαρακτηριστικά γκέτο.