Η υπόθεση της εφημερίδας Καθημερινή, η οποία οδήγησε στην παραίτηση του διευθυντή της Ανδρέα Παράσχου, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση για τις σχέσεις και τους ρόλους των δημοσιογράφων, των ιδιοκτητών των ΜΜΕ και της εξουσίας, στην παρούσα περίπτωση της κρατικής εξουσίας. Ορθώς επισημάνθηκε ως μείζον θέμα ο ρόλος, εμφανής ή υπό κάλυψη, της εξουσίας, με τις αρνητικές επιδράσεις, που φτάνουν μέχρι τη φίμωση των δημοσιογράφων και αναίρεση του ρόλου των Μέσων Ενημέρωσης. Η υπόθεση, όμως, αποκαλύπτει περισσότερα θέματα και εγείρει σημαντικά ερωτήματα για τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία, την παρέμβαση των ιδιοκτητών στη δημοσιογραφική εργασία, αλλά και τη σχέση των ιδιοκτητών με την εξουσία. Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα περιοριστώ αποκλειστικά στην ανακοίνωση της εφημερίδας, όσα αναφέρονται σε αυτήν ή αφήνεται να νοηθούν.

Από την ανακοίνωση προκύπτει πως ο “εκδότης και ο νομικός σύμβουλος της εφημερίδας” επεδίωξαν να εξετάσουν την ακρίβεια ή μάλλον τη δυνατότητα τεκμηρίωσης με αποδείξεις του ισχυρισμού περί αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας σε κέρδη 300 εκ. από τα Χρυσά Διαβατήρια, τον οποίο στην ανακοίνωση της η εφημερίδα χαρακτηρίζει ‘κατηγορίες’. Φυσικά, υπάρχει σημαντική απόσταση ανάμεσα σε ένα ισχυρισμό και την ‘κατηγορία’.

Πρώτο ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η παρέμβαση αποτελεί επέμβαση στη δημοσιογραφική εργασία, ή ακόμα, πιο συγκεκριμένα, στη δημοσιογραφική ανεξαρτησία (editorial independence). Μπορούν οι ιδιοκτήτες να παρεμβαίνουν προς δημοσιογράφους; Τελεσίδικα, οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να παρεμβαίνουν στην παραγωγή περιεχομένου και τη δημοσίευση του. Είναι, όμως, σημαντικό στην περίπτωση αυτή ότι η παρέμβαση δεν έγινε στη διαδικασία παραγωγής περιεχομένου, έγινε εκ των υστέρων, για έλεγχο, επιβεβαίωση. Αυστηρά ομιλούντες, παρόμοια, έστω εκ των υστέρων, παρέμβαση έχει αρνητική επενέργεια στο μελλοντικό έργο του δημοσιογράφου, επομένως, στην ανεξαρτησία του. Σε σοβαρά ΜΜΕ, ο ρόλος ελέγχου και σεβασμού της δεοντολογίας θα πρέπει να ανατίθεται σε ειδική ομάδα ελέγχου ποιότητας και δεοντολογίας, ομάδα συντακτικού προσωπικού, όχι διοικητικών ή τρίτων. Σε αντίθετη περίπτωση, η παρέμβαση από διοικητικούς ή τρίτους είναι παραβίαση της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας. Στο συγκεκριμένο περιστατικό, η παρέμβαση για επιβεβαίωση δυνατοτήτων τεκμηρίωσης μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή, όμως, μέχρι το σημείο αυτό.

Πέρα από αυτό, η παρέμβαση της ιδιοκτησίας και του νομικού συμβούλου αποκτά άλλη σημασία, ανοικτής πλέον αναίρεσης και εξουδετέρωσης του δημοσιογράφου, ο οποίος τυγχάνει και διευθυντής της εφημερίδας. Εγείρονται πέραν του ενός ζητήματα, με βασικό, το ότι προστρέχει ο ιδιοκτήτης σε πολιτική εξουσία για να αποδεκτεί σαν λάθος τη δημοσίευση. Δεν αναφέρουν αν προηγήθηκε οποιαδήποτε παρέμβαση από το Προεδρικό ή αν η επιστολή ήταν προϊόν πρωτοβουλίας τους ιδιοκτήτη. Όποια και αν είναι η περίπτωση, υποδηλοί συμπεριφορά υποτέλειας.

Αν δεν υπήρξε διαμαρτυρία, οποιασδήποτε μορφής, από τον ενδιαφερόμενο, η ενέργεια του ιδιοκτήτη σαφώς αποτελεί παραδοξότητα για την τέταρτη εξουσία, να απολογείται προληπτικά. Αυτό, από τη μια μεριά σημαίνει πως παίρνει το λόγο εκ μέρους του /των δημοσιογράφου -ων, που δεν ανήκει στους ιδιοκτήτες, από την άλλη αφήνει ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο το διευθυντή της.

Μα, αν παρέμβηκε και διαμαρτυρήθηκε ο ενδιαφερόμενος; Τότε θα μπορούσε να του υποδειχθούν οι επιλογές που είχε, να ζητήσει να δημοσιευθεί η θέση του, διάψευση από τον ίδιο, ή ακόμα να απαιτήσει απολογία. Ακόμα και αν αυτά τα δυο γίνονταν, ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη, για δυσφήμηση, αν θεωρούσε πως είχε υπόθεση. Φυσικά, παρόνοιες ενέργειες δεν συνίστανται, γιατί θεωρείται πως οδηγούν σε ‘πάγωμα’ της ελέυθερης έκφρασης (chilling effect).

Αντί των ανωτέρω, η παρέμβαση προς το δημοσιογράφο πήρε τη μορφή πίεσης και εξαναγκασμού να απολογηθεί. Ακόμα πιο παράδοξη η προσέγγιση αυτή, να παρεμβαίνει ο ιδιοκτήτης για να επιβάλει σε δημοσιογράφο ενέργεια καθαρά δημοσιογραφικής φύσης, ενέργεια η οποία σαφώς παραβιάζει τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία. Μη μας διαφεύγει σε  αυτό το σημείο πως ενώ ένα Μέσο, ως οργανισμός, φέρει ευθύνη για τα δημοσιεύματα, από τη μια, δεν μπορεί να επιβάλει σε δημοσιογράφο τι να πει ή να αναιρέσει, ενώ, από την άλλη, αναίρεση από το δημοσιογράφο δεν απαλλάσσει τον οργανισμό από την ευθύνη της δημοσίευσης που έγινε.

Ποια θα ήταν η λύση; Όπως ήδη ανέφερα, θα μπορούσε να υπάρξει δημοσίευση της θέσης του ενδιαφερομένου, Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και της ιδιοκτησίας, στην οποία μπορούσε να αναφέρει πως δεν συμμερίζεται το περιεχόμενο. Αναφέρω σαφώς “δεν συμμερίζεται”, όχι άλλο όρο. Προφανώς, παρόμοιες ενέργειες δεν αναιρούν το δικαίωμα του ενδιαφερομένου, αν κρίνει πως έχει υπόθεση λιβέλου /δυσφήμησης, να υποβάλει μήνυση προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη. Δεν συστήνεται, μα το δικαίωμα ισχύει!

Σημαντικό σημείο, κλειδί στην όλη υπόθεση είναι η θέση επί της οποίας ο ιδιοκτήτης θεμελίωσε το όλο θέμα: Κατά πόσον υπάρχουν “αποδείξεις”, και η υπόθεση πως ένας ισχυρισμός, όπως αυτόν που διατύπωσε ο δημοσιογράφος αποτελεί “κατηγορίες”. Αρχίζοντας από το δεύτερο, είναι σαφές ότι ένας ισχυρισμός με μεταφορά /αναφορά ενός πιθανού συμβάντος μπορεί να είναι πραγματικός ή αβάσιμος. Υπάρχει αρκετός δρόμος μέχρι να μετατραπεί σε κατηγορία ο ισχυρισμός. Σημαντικό επίσης πως η μεταφορά μιας ισχυριζόμενης αναφοράς έγινε στα πλαίσια ενός άρθρου /σχολίου, όχι σε ρεπορτάζ και με τη μορφή αποδεκτού γεγονότος. Σε αυτό το σημείο έγκειται και η λανθασμένη απαίτηση για αποδείξεις, στοιχείο το οποίο είναι μεν ουσιαστικής σημασίας ως τεκμήριο στη νομική, όχι όμως στην άσκηση δημοσιογραφικού έργου, στην παραγωγή υλικού για δημοσίευση. Αλλιώς, ουδεμία ‘off the record” είδηση θα δημοσιευόταν, ουδεμία “πληροφορία από επίσημη πηγή”, ουδεμία πληροφορία με επίκληση “αρμόδιων πηγών που ζήτησαν ανωνυμία” θα μπορούσαν να βρουν τη θέση τους στα ΜΜΕ χωρίς αποδείξεις.

Το επιστέγασμα του παραδόξου: Τα ΜΜΕ και η ίδια η εφημερίδα, επικαλέστηκαν σαν διάψευση ανταπόκριση ΚΥΠΕ η οποία αντλούσε πληροφορίες από “πηγή του ΣΥΡΙΖΑ”. Μα, γίνεται να δεχόμαστε πληροφορία με πηγή Α ή Β ή Γ, χωρίς αποδείξεις, μια δήλωση, ένα όνομα, συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη;

Ακολούθησε και η δήλωση από τον Αλέξη Τσίπρα, που σαφώς διαψεύδει πως έγιναν τέτοια σχόλια, με την κατάληξη πως “τέτοια συζήτηση δεν θα μπορούσε να έχει σχέση με την πραγματικότητα”. Φαίνεται πως οι «πηγές ΣΥΡΙΖΑ» δεν ήταν επαρκείς για διάψευση, υπήρχε ανάγκη για πιο ισχυρή μαρτυρία!

Τέσσερις μέρες μετά το σχόλια εκδηλώθηκε η αντίδραση του ενδιαφερομένου, του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στη δηλωση του αναφέρεται σε «ενορχηστρωμένη προσπάθεια σπίλωσης» του ονόματος του, προειδοποιώντας μάλιστα πως «η ανοχή έχει τα όρια της». Μια σαφής απειλή κατά της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας έκφρασης.

Αποτελεί, τουλάχιστον, παραδοξότητα μια πολύ σοβαρή ενέργεια, ενορχηστρωμένη προσπάθεια σπίλωσης του Προέδρου να αντιμετωπίζεται με δήλωση τέσσερις μέρες μετά.