Η κατάσταση που περιβάλλει την εκλογή του ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας στις 11 Οκτωβρίου 2020 είναι ιδιότυπη για αρκετούς λόγους. Σημαντικότερο στοιχείο είναι η θέση του Mustafa Akıncı πως η σχέση με την Τουρκία πρέπει να διέπεται από την αρχή της αμοιβαιότητας αντί να εδράζεται στην αντίληψη περί μάνας-κόρης. Η σημασία αυτής της στάσης συναρτάται με διάφορες παραμέτρους, ειδικά, τη σχέση της κοινότητας και ηγετών της με την Τουρκία, διαχρονικά και σήμερα, την κατάσταση στην οικονομία και την κοινωνία, τη στασιμότητα στο κυπριακό και τη συγκυρία του κορωνοϊού.

Κατά τα 40 περίπου χρόνια της κυριαρχίας του Rauf Denktaş στην κοινότητα, (1960-2000), η ζωή των Τουρκοκυπρίων εξαρτάτο πλήρως από την Τουρκία, ιδιαίτερα μετά τα Χριστούγεννα του 1963. Ο Denktaş θεωρούσε την κοινότητα και τους ανθρώπους της αναπόσπαστο τμήμα της Τουρκίας, θέση που παρέπεμπε σε επιθυμία πλήρους πρόσδεσης σε αυτήν. Με το πέρασμα του χρόνου, διαχώρισε ή μάλλον έκανε αυτόνομη τη θέση του έναντι στην επίσημη Τουρκική ηγεσία, με σχέσεις σε άλλα επίπεδα επιρροής, και μπορούσε να καθορίζει πολιτικές που δεν υπάγονταν κατ’ ανάγκη στις επιταγές της Άγκυρας. Μπορούσε να επιβάλλει ορισμένες επιλογές, χωρίς όμως να έλθει ανοικτά σε σύγκρουση με την ηγεσία της Τουρκίας.

Η εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα συνεχίστηκε στη τρίτη χιλιετία.

Ο διάδοχος του Denktaş, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, ΡΤΚ – CTP, Mehmet Ali Talat, είχε ιδιότυπη σχέση με την Άγκυρα, αφού δεν είχε την προϊστορία και δυνατότητες του προκατόχου του για αυτονομία. Όταν ανήλθε στην εξουσία, το 2005, οι ριζοσπαστικές αριστερές θέσεις του κόμματος του ήταν παρελθόν. Σε δημόσιες δηλώσεις, τον Ιούνιο του 2012, ανέφερε πως στη διάρκεια της θητείας του δεν είχε πρόβλημα με παρεμβάσεις από την τουρκική ηγεσία. Αντίθετα, στις σχέσεις του με τον τουρκικό στρατό στην Κύπρο υπήρξαν προστριβές, είπε. Επέκρινε την κατάσταση που επικρατούσε μετά το 2010, υποστηρίζοντας πως η σχέση υποταγής των Τουρκοκυπρίων στην Τουρκία, σαν δούλοι με αφέντη, ήταν στοιχείο που έβλαπτε το μέλλον της κοινότητας. Την άνοιξη του 2020 επέκρινε τον Mustafa Akıncı πως έβλαπτε με τις τοποθετήσεις και τη συμπεριφορά του τις σχέσεις με την Τουρκία.

Ο Derviş Eroğlu, ηγέτης του συντηρητικού και εθνικιστικού Κόμματος Εθνικής Ενότητας, ΚΕΕ-UBP, που υποστήριζε αναγνώριση της ΤΔΒΚ – TRNC ή ενσωμάτωση με την Τουρκία, εκλέγηκε το 2010, σε βάρος του Mehmet Ali Talat, παρά τις επιθυμίες της Άγκυρας, όπως επίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ορισμένων κυβερνήσεων δυτικών χωρών. Παρά ορισμένες ενέργειες και δηλώσεις που ευνοούσαν επανεκλογή Talat, στοιχείο το οποίο υποδήλωνε, ανάμεσα σε άλλα, καλή σχέση του με την Άγκυρα, η εύνοια δεν καρποφόρησε. Η θητεία Eroğlu συνέπεσε με το κόμμα του επίσης στην εξουσία μέχρι το 2013 και δεν σημαδεύτηκε από πρόβλημα με την Άγκυρα. Χωρίς χάρισμα ή ισχυρή προσωπικότητα, σε περίοδο οικονομικής κρίσης και μεγαλύτερης εξάρτησης από την Τουρκία, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης δεν είχε περιθώριο ή δυνατότητα για δικές του επιλογές.

Ο Mustafa Akıncı εκλέγηκε με διακηρυγμένη θέση οι σχέσεις Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων να τεθούν σε βάση αμοιβαιότητας και σεβασμού, αντί της εξάρτησης. Αυτή ήταν μια από τις τέσσερις βασικές θέσεις της εκστρατείας του, με διαχρονική ισχύ. Ήδη, από την αρχή της ύπαρξης του, το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης, ΚΚΑ – TKP, τοποθετείτο εναντίον της ενσωμάτωσης στην Τουρκία. Ο ίδιος ο Akıncı είχε έλθει σε δημόσια σύγκρουση με το στρατιωτικό διοικητή των δυνάμεων ασφαλείας, υπογραμμίζοντας πως στη δημοκρατία έχουν λόγο οι εκλελεγμένοι από το λαό. Λιγότερο από έξι μήνες μετά (μέσα 2001) δεν βρισκόταν στην εξουσία. Παρά τα πιο πάνω, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος πως η εκλογή του το 2015 δεν φαινόταν να δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα για την Άγκυρα, αν λάβουμε υπόψη τους άλλους υποψηφίους, Eroğlu, Siber, Özersay. Αντίθετα, η μετριοπάθεια και οι καλές σχέσεις που είχε με την Ελληνοκυπριακή πλευρά στη σταδιοδρομία του, μπορούσαν να θεωρηθούν θετικά στοιχεία και ίσως υποβοηθητικά στην προσπάθεια να παρουσιάζεται η τουρκική πλευρά γενικά διαλλακτική και με καλή θέληση στις προσπάθειες για εξεύρεση λύσης στο κυπριακό. Επίσης, η Άγκυρα θα νιώθει μάλλον πως έχει τρόπους και μέσα να υποτάσσει την κοινότητα και τον ηγέτη της.

Διάφορα συμβάντα στα οποία διαφάνηκε προσπάθεια του Akıncı να επιβεβαιώσει στην πράξη αυτόνομη πορεία και κριτική στάση έναντι πολιτικών της Άγκυρας, όπως για παράδειγμα στις συνομιλίες του Crans Montana, και η θέση του για τον πόλεμο με αφορμή την εισβολή του τουρκικού στρατού στο Afrin, επέφεραν ρήξη. Πιο σημαντικά στοιχεία για να επέλθει η ρήξη είναι προφανώς η όλο πιο έντονη ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών που ακολουθεί ο Recep Tayyip Erdoğan και η αυξανόμενη προσπάθεια παρέμβασης στην κοινότητα. Η ένταση αυταρχισμού έρχεται σαφώς σε σύγκρουση με τις πεποιθήσεις ενός πολιτικού τον οποίο χαρακτηρίζει η προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας.

Η κατάσταση στην τουρκοκυπριακή κοινωνία χαρακτηρίζεται διαχρονικά από πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων, η οποία καταλήγει σε διχασμό, με ισοδυναμία δεξιών και αριστερών δυνάμεων. Τη σχέση εξάρτησης από την Τουρκία στην πράξη, με ροή χρηματοδότησης, παρουσία του στρατού και άλλων παραγόντων, επαυξάνει ο κερματισμός πολιτικών δυνάμεων. Σε αρκετές περιπτώσεις διαφάνηκε πως διασπάσεις κομμάτων, ειδικά του ΚΕΕ, με αποχωρήσεις στελεχών και κατάρρευση συνασπισμών ήταν υποκινούμενες. Αυτό καταλήγει σε αδυναμία αυτοδύναμου κομματικού σχήματος που θα έκανε ισχυρότερη τη φωνή της κοινωνίας σε επίπεδο ηγεσίας.

Βασικό χαρακτηριστικό της κοινότητας είναι η ύπαρξη σημαντικού μέρους της, ίσως της πλειοψηφίας, που έχει ισχυρό αίσθημα υπέρ της διατήρησης τους ως αυτόνομης από την Τουρκία οντότητας. Αυτή η θέση δεν αποκλείει αποδοχή κάποιων μορφών εξάρτησης, κυρίως για θέματα ασφάλειας αλλά και οικονομίας. Υπάρχει φυσικά μερίδα του πληθυσμού η οποία απορρίπτει οποιονδήποτε διαχωρισμό Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων. Τα μεγέθη της πρώτης ομάδας εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τη συγκυρία στην πορεία του Κυπριακού. Σε περιόδους στασιμότητας ή εντάσεων, πιο πολλοί προσφεύγουν στην ασφάλεια που θεωρούν πως προσφέρει η Άγκυρα.

Τα πιο πάνω μας υποβάλλουν πως, εκ πρώτης όψεως, η παρούσα συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για αυτονόμηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η παρέμβαση του Talat, τον περασμένο Μάρτιο για κινδύνους από τη στάση Akıncı έναντι στην Τουρκία ή από απομάκρυνση από αυτήν, και οι πρόσφατες προσπάθειες των συντηρητικών δυνάμεων και του Özersay να τύχουν της εύνοιας της Άγκυρας, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της εξάρτησης των ηγεσιών. Ταυτόχρονα, όμως, στην κοινότητα νιώθουν έντονα την ανάσα του αυταρχισμού και την απειλή κατά της κοινότητας, για επιβολή όχι μόνο πολιτικής αλλά και θρησκευτικής υποτέλειας, ενός ισλαμισμού που δεν υπήρξε ποτέ χαρακτηριστικό της.

Προβάλλει φυσικά το κρίσιμο ερώτημα: Σε ποιο βαθμό αντανακλώνται στο κοινό τοποθετήσεις στο επίπεδο των ηγεσιών; Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως η αποδέσμευση σημαντικού μέρους των πολιτών από τα κόμματα και τις ηγεσίες τους ενισχύει τη βούληση για αυτοδύναμη κοινότητα. Η ίδια η εκλογή Akıncı το 2015 αποτελεί επιβεβαίωση. Ενισχυτικό στοιχείο είναι επίσης η παρουσία ισχυρών ομάδων στην κοινωνία των πολιτών που νιώθουν την υποχρέωση να υπεραμυνθούν αυτής της αυτοδυναμίας, παρά το ότι εξασθένισε σοβαρά κάθε δυναμική κινητοποιήσεων, παρόμοια με αυτήν που πρόβαλε η πλατφόρμα “τούτη η γη είναι δική μας” το 2000.

Ποια μπορεί να είναι η έκβαση του αποτελέσματος στις 11 Οκτωβρίου 2020; Πώς μπορεί η εξάρτηση από την Τουρκία, αλλά και οι δυνατότητες επιρροής της Άγκυρας να καθορίσουν τις εκλογές; Σε παλαιότερες παρεμβάσεις μου υπέδειξα πως η δυνατότητα για άμεσο επηρεασμό ψήφων είναι αμελητέα. Η καθυστέρηση διοχέτευσης της οικονομικής βοήθειας, η πρόκληση στους Τουρκοκύπριους δυσφορίας έναντι της ηγεσίας τους, και η παρέμβαση σε επίπεδο αξιωματούχων και πρόκληση διασπάσεων στα κόμματα υπήρξαν συνήθεις δράσεις. Επομένως, μπορεί να ισχυριστούμε πως καθοριστικός παράγοντας στο αποτέλεσμα είναι η βούληση των ψηφοφόρων.

Στην παρούσα στιγμή αυτή δεν είναι σαφής και αποκρυσταλλωμένη. Τα διλήμματα είναι ισχυρά και δεν υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι να βοηθήσουν. Από τη μια εμφανίζεται η απειλή της Άγκυρας και του Ερτογανικού ισλαμισμού. Ενισχύονται οι αρνητικές τάσεις με επιλογές των συντηρητικών Τουρκοκυπριακών δυνάμεων, όπως οι ενέργειες για την Αμμόχωστο που αυξάνουν τις εντάσεις. Από την άλλη η αβεβαιότητα για το “κυπριακό” μέλλον της κοινότητας ενισχύεται από τα μηνύματα που εκπέμπει από το 2017 η Ελληνοκυπριακή ηγεσία και τις περιπλοκές που προκάλεσαν οι ενέργειες ένθεν και ένθεν για θέματα φυσικού αερίου.

Μέσα στις συνθήκες και το κλίμα που περιγράφουμε, τα διλήμματα για τους Τουρκοκυπρίους θα παραμένουν μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 2020. Ακόμα και την επομένη του τελικού αποτελέσματος, ανεξάρτητα από την ψήφο τους, πάρα πολλοί θα είναι σε αμφιβολία αν έκαναν καλά να ψηφίσουν τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο. Ο εγκλωβισμός της κοινότητας ανάμεσα στην Άγκυρα και την Ελληνοκυπριακή κοινότητα θα παραμείνει το κρίσιμο πρόβλημα για την ύπαρξη της, διαιωνίζοντας την αβεβαιότητα και την ανασφάλειά της ενόσω δεν υπάρχει λύση στο Κυπριακό. Παρά την υπαρξιακή απειλή που νιώθουν από την Άγκυρα, αδυνατούν να βρουν λύση σε περίπτωση που απορρίπτουν την Άγκυρα. Μπορεί ο Mustafa Akıncı να δημιουργήσει αίσθημα αυτοπεποίθησης πως μπορεί η κοινότητα να αντισταθεί, να ‘επιβάλει’ αμοιβαίο σεβασμό, και να συνεχίσει, πλήρως αυτοδύναμη ή με την Τουρκία αρωγό, σε μια ‘ισορροπημένη’ σχέση;