Οι εκλογές του 2009 για τους αντιπροσώπους της Κύπρου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) διεξήχθησαν σε ουσιαστικά διαφορετικό κλίμα από την πρώτη παρόμοια ψηφοφορία στην Κύπρο, η οποία είχε πραγματοποιηθεί μερικές εβδομάδες μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μαΐου 2004. Η αλλαγή κυβέρνησης, με την εκλογή τον Φεβρουάριο του 2008 του κομμουνιστή Δημήτρη Χριστόφια, φάνηκε να βοήθησε στην άμβλυνση των εντάσεων με τις Βρυξέλλες και στην εμφάνιση συγκρατημένης αισιοδοξίας για τον τερματισμό της διχοτόμησης της Κύπρου. Οι διασπάσεις των κομμάτων και οι διαιρέσεις μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, οι οποίες, το 2004, οδήγησαν τους ψηφοφόρους να εκφράσουν την οργή τους τιμωρώντας το αριστερό ΑΚΕΛ και τον δεξιό ΔΗΣΥ για τις επιλογές τους στο δημοψήφισμα, συνεχίστηκαν το 2009, αν και με πιο ήπιους όρους.

Σε σχέση με το Κυπριακό, η παρουσία δύο αριστερών ηγετών στην εξουσία, του Τουρκοκύπριου Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, από το 2005, και του Ελληνοκύπριου Δημήτρη Χριστόφια, δημιούργησε ελπίδες για σημαντική πρόοδο και καλές προοπτικές για να τεθεί τέρμα στη διαίρεση του νησιού. Ωστόσο, μέχρι τις ευρωεκλογές, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο ηγετών δεν έδειχναν να σημειώνουν πρόοδο όπως αρχικά αναμενόταν.

Η εικόνα της ΕΕ μεταξύ των Ελληνοκυπρίων είχε βελτιωθεί, με βάση το αίσθημα ασφάλειας, και βελτιώθηκε ακόμα πιο πολύ μετά την ένταξη της Κύπρου στη ζώνη του ευρώ, τον Ιανουάριο του 2008.

Στις κάλπες κλήθηκαν περίπου 526.000 ψηφοφόροι. Στους Τουρκοκύπριους προσφέρθηκε επίσης το δικαίωμα συμμετοχής, αλλά μόνο μερικές εκατοντάδες ήταν εγγεγραμμένες στον εκλογικό κατάλογο.

Η πρεοεκλογική εκστρατεία: Περιορισμένη προσπάθεια και επένδυση

Η σχετική βεβαιότητα για το διακύβευμα των εκλογών, δηλαδή η κατανομή των έξι εδρών της Κύπρου στο ΕΚ με βάση το αναμενόμενο ποσοστό ψήφων για κάθε κόμμα, καθόρισαν τα κύρια χαρακτηριστικά της εκστρατείας και περιόρισαν τη διάρκειά της, τις προσπάθειες των κομμάτων και τα χρήματα που επενδύθηκαν σε αυτήν. Δεδομένου ότι η κατανομή των εδρών σε κόμματα και ακόμη και σε συγκεκριμένους υποψηφίους ήταν ως επί το πλείστον προβλέψιμη με το αναλογικό σύστημα, τα κόμματα απέφυγαν τη μακροχρόνια και εντατική εκστρατεία, ενώ περιόρισαν τις δαπάνες τους για διαφήμιση. Αυτός ήταν ένας από τους λόγουςς για τη χαμηλή κινητοποίηση των ψηφοφόρων, που ενθαρρύνθηκε επίσης από την απόφαση των αρχών να μην τιμωρήσουν την αποχή, όπως προέβλεπε ο νόμος. Πρόσθετα, οι επικείμενες εκλογές θα διεξάγονταν στο τριήμερο, Σαββατοκύριακο με Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, όταν ο κόσμος σπεύδει στις παραλίες. Η σύντομη διάρκεια της εκστρατείας, που περιορίστηκε σε λιγότερο από δύο μήνες, με πληρωμένη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση να μεταδίδεται μόνο στις 20 ημέρες πριν την ημέρα των εκλογών, δεν βοήθησαν στην επίτευξη κινητοποίησης των ψηφοφόρων.

Συμμετέιχαν στις εκλογές το ΑΚΕΛ, ο ΔΗΣΥ, το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ και οι Οικολόγοι, όπως επίσης το ΕΥΡΩΚΟ – Ευρωπαϊκό Κόμμα, που είχε προκύψει από διάσπαση του ΔΗΣΥ, και είχε κερδίσει τρεις έδρες στις βουλευτικές εκλογές του 2006, το νεοναζιστικό ΕΛΑΜ – Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, συνδεδεμένο με το ελληνικό κόμμα Χρυσή Αυγή, ένα νέο σχήμα με το όνομα Κίνημα Επανένωσης Κύπρου.

Το Κυπριακό, η διαίρεση του νησιού και οι αντίστοιχες θέσεις των κομμάτων κατέλαβαν μεγάλο μέρος του δημόσιου διαλόγου, ενώ παρέμειναν στο περιθώριο τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Επικρατούσε η αντίληψη για αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων, οι οποίο ανέμεναν ότι η ένταξη θα συνέβαλλε θετικά υπέρ των θέσεων τους στις προσπάθειες για τερματισμό της διαίρεσης του νησιού. Το κεντρώο ΔΗΚΟ και το ακροδεξιό Ευρωπαϊκό Κόμμα ΕΥΡΩΚΟ επέλεξαν το Κυπριακό ως ακρογωνιαίο λίθο του εκλογικού τους προγράμματος και κάλεσαν τους ψηφοφόρους να γνωστοποιήσουν, μέσω της ψήφου τους, στις Βρυξέλλες. τη διαφωνία τους με τον Πρόεδρο Χριστόφια, «ο οποίος έκανε απαράδεκτες παραχωρήσεις» στις διαπραγματεύσεις με την τουρκοκυπριακή πλευρά. Η θέση του ΕΥΡΩΚΟ για «ευρωπαϊκή λύση» προβαλλόταν αόριστα, με υπόδειξη να βασίζεται στις ευρωπαϊκές αρχές. Εκτός από το Κυπριακό, το ΔΗΚΟ πρόβαλε και ένα γενικό σύνθημα που ζητούσε περισσότερα για την οικογένεια, την ανάπτυξη, τη νεολαία και τα άτομα με χαμηλό εισόδημα. Η σοσιαλδημοκρατική ΕΔΕΚ, η οποία είχε υστερήσει κατά 37 ψήφους για να καταλάβει έδρα το 2004, τόνιζε την ανάγκη να εξασφαλίσει τη θέση της στη Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «ενισχύοντας έτσι την Κύπρο στην Ένωση». Ως εκ τούτου, ο στρατηγικός τους στόχος ταυτιζόταν με το σύνθημα.

Οι Οικολόγοι- Περιβαλλοντιστές έθεσαν ζητήματα που αφορούσαν το περιβάλλον, καθώς και την ανάγκη εφαρμογής ευρωπαϊκών προτύπων και αρχών για την επίλυση του Κυπριακού.

Το κόμμα της αντιπολίτευσης, ΔΗΣΥ, τόνιζε τα οφέλη από τη δημιουργία στρατηγικών συμμαχιών, βοηθούμενο από τις σχέσεις του με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ). Προέβη σε κοινή δήλωση πολιτικής με το ΕΛΚ για ζητήματα που θεωρούνται σημαντικά για την Ευρώπη, όπως η περαιτέρω ανάπτυξη της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού, η προώθηση της ευημερίας, η δράση για την κλιματική αλλαγή και ο ενισχυμένος ρόλος της Ένωσης στη διεθνή σκηνή. Η εκστρατεία του κόμματος στα μέσα ενημέρωσης προώθησε την ιδέα μιας ισχυρής Ευρώπης με τη συμβολή της Κύπρου. Στη δημόσια συζήτηση αμφισβήτησε το ΑΚΕΛ ως ευρωφοβικό που υπονόμευε το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επέκρινε επίσης τους εταίρους στην κυβέρνηση πως παρουσίαζαν αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα.

Βασικός άξονας στην εκστρατεία του ΑΚΕΛ ήταν η θέση πως για διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της Κύπρου ήταν ανάγκη να διατυπωθούν και προβληθούν οι διεκδικήσεις τους. Αμφισβήτησε επίσης τις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές ως αιτίες της παρούσας κρίσης και επιτέθηκε στον ΔΗΣΥ ως τη δύναμη που εκπροσωπεί αυτές τις ιδέες.Το κόμμα ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που ετοίμασε ολοκληρωμένο εκλογικό πρόγραμμα για όλα τα βασικά ζητήματα, με τις απόψεις του για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις εργασιακές και κοινωνικές πολιτικές, το περιβάλλον και το Κυπριακό.

Σημαντικό θέμα διαμάχης ήταν η συμμετοχή της Κύπρου στο Συνασπισμό για την Ειρήνη.

Αυτό οδήγησε σε ψηφοφορία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου όλα τα κόμματα πλην του ΑΚΕΛ και των Οικολόγων ψήφισαν υπέρ της υποψηφιότητας της Κύπρου για ένταξη σε αυτόν τον οργανισμό. Το ΑΚΕΛ το θεωρούσε όργανο επίθεσης του ΝΑΤΟ και ο Πρόεδρος Χριστόφιας απέκλεισε ξεκάθαρα κάθε προοπτική υποβολής αίτησης ένταξης.

Τα κόμματα εστίασαν σε διαφορετικά θέματα υιοθετώντας καθένα άλλη προοπτική, σε βαθμό που μετέτρεψαν τη δημόσια συζήτηση σε μονολόγους στα ΜΜΕ.

Υπήρχε εκτενής κάλυψη και αναφορές για τις δραστηριότητες και τις θέσεις των κομμάτων, ενώ τα τηλεοπτικά προγράμματα επικαιρότητας προσαρμόστηκαν για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εκστρατείας, με συζητήσεις, συνεντεύξεις, αναλύσεις αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων και άλλα.

Τα αποτελέσματα

Τα κύρια χαρακτηριστικά των αποτελεσμάτων είναι η απότομη αύξηση του ποσοστού αποχής σε σχέση με το 2004 και το πολύ υψηλό συνδυασμένο μερίδιο ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ.

Το ποσοστό της αποχής εκτινάχθηκε σε πάνω από 40%, σημειώνοντας αύξηση 50% σε σύγκριση με το 2004 και 300% σε σύγκριση με τις προεδρικές εκλογές (10,2%), που διεξήχθησαν 16 μήνες νωρίτερα. Το μερίδιο των δύο μεγάλων κομμάτων αυξήθηκε κατά περισσότερες από δέκα μονάδες από το 2004, με τη συνδυασμένη ψήφο τους να φτάνει το 70,55% σε ένα έντονα πολωμένο περιβάλλον, με το καθένα να βρίσκεται περίπου στο 35% (ΔΗΣΥ 35,65%, ΑΚΕΛ 34,90%). Αυτή είναι η υψηλότερη συνδυασμένη ψήφος που έχουν λάβει ποτέ τα δύο κόμματα είτε σε κοινοβουλευτικές είτε σε ευρωπαϊκές εκλογές, αν και υπολογίζεται σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο συμμετοχής. Όσον αφορά τις ψήφους, τα δύο κόμματα έχασαν πάνω από 20.000 το καθένα σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2006. Ενώ, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες εκλογές του 2004, η ψήφος των δύο κομμάτων αυξήθηκε κατά 15000 και 13000 αντίστοιχα. Παρά την κακή επίδοσή του στις δημοσκοπήσεις, το μερίδιο του ΔΗΚΟ (12,28%), αν και καλύτερο από τις προβλέψεις, ήταν άλλη μια έκπληξη, γιατί ήταν το χαμηλότερο όλων των εκλογών. Η ΕΔΕΚ, ο άλλος εταίρος της κυβέρνησης Χριστόφια, τα πήγε αρκετά καλά με 9,85%, μία μονάδα κάτω από την επίδόση του 2004, ενώ το νεοσύστατο ΕΥΡΩΚΟ εξασφάλισε 4,12% και οι Οικολόγοι 1,5%, σχεδόν διπλάσιο από το 2004. ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ εξασφάλισαν από δύο έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο και ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ από μία έδρα. Τα αποτελέσματα του 2009 φαίνονται σχετικά συνεπή με εκείνα των προηγούμενων ευρωπαϊκών εκλογών του 2004 και των βουλευτικών εκλογών του 2006, ως προς τη σειρά των κομμάτων, αλλά όχι ως προς τη σχετική ισχύ τους ή τα κύρια χαρακτηριστικά των εκλογών. Η συγκυρία του 2004 επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις άσχημες διαιρέσεις και διασπάσεις που σχετίζονται με το δημοψήφισμα. Το 2009, ο ΔΗΣΥ φαινόταν να απολαμβάνει εσωτερική ενότητα, σε σύγκριση με τις διασπάσεις και τις διχόνοιες που οδήγησαν σε χαμηλό ποσοστό ψήφων (28,23%) το 2004. Το ΑΚΕΛ προφανώς επωφελήθηκε από την άσκηση εξουσίας, η οποία του επέτρεψε να ξεπεράσει τα παράπονα των υποστηρικτών του, τόσο αυτών που ήταν υπέρ όσο και κατά του Σχεδίου του ΟΗΕ που το 2004 οδήγησεαν σε μείωση του μεριδίου του στο 27,89%. Σαφώς, το ΔΗΚΟ, παρά το γεγονός ότι ήταν στην κυβέρνηση, υπέστη σημαντική απώλεια επιρροής λόγω εσωτερικών διχασμών, αλλά, επίσης, επειδή απέτυχε να αξιοποιήσει τη στάση του στο δημοψήφισμα του 2004.