Το Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) ιδρύθηκε το 1976 με την επωνυμία Δημοκρατική Παράταξη (ΔΗΠΑ), από τον Σπύρο Κυπριανού. Ο Κυπριανού υπήρξε υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Μακαρίου από τον Αύγουστο 1960 μέχρι τον Ιούνιο του 1972, όταν παύθηκε κατ’ απαίτηση του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου. Επανήλθε στο προσκήνιο αμέσως μετά το καλοκαίρι του 1974. Το πραξικόπημα και η καταστροφή που επέφερε η τουρκική εισβολή δημιούργησαν προβλήματα στην παραδοσιακή δεξιά, εξαιτίας της συμμετοχής ή υποστήριξης στελεχών του Ενιαίου Κόμματος και της Προοδευτικής Παράταξης στο πραξικόπημα. Πρόσθετα, η ρήξη μεταξύ Μακαρίου και Κληρίδη, τον Απρίλιο του 1976, δημιουργούσαν κενά στην ομάδα εξουσίας. Η Δημοκρατική Παράταξη άδραξε την ευκαιρία και μέσω της χειραγώγησης του πλειοψηφικού συστήματος, σε συνεργασία με το ΑΚΕΛ και την ΕΔΕΚ, εξασφάλισαν το σύνολο των βουλευτικών εδρών στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1976. Απέκλεισαν το Δημοκρατικό Συναγερμό, που, σε συνεργασία με το ενωτικό Δημοκρατικό Εθνικό Κόμμα είχαν πάρει 27% των ψήφων. Με βάση τη συμφωνία των τριών, η ΔΗΠΑ πήρε 60% των εδρών, ενώ το μερίδιο της σε ψήφους υπολογίζετο περίπου στο ένα τρίτο, μεταξύ 20-25%.

Ο ξαφνικός θάνατος του Μακαρίου, ένα χρόνο αργότερα (Αύγουστος 1977) έφερε τον Σπύρο Κυπριανού στην Προεδρία και μετέτρεψε τη Δημοκρατική Παράταξη (στο εξής Δημοκρατικό Κόμμα) σε κόμμα εξουσίας.

Το ΔΗΚΟ έφερε στο προσκήνιο μια νέα ηγετική ομάδα από στελέχη της ένωσης των αγροτών (ΠΕΚ) και διαφόρων φιλομακαριακών οργανώσεων, όπως επίσης νεοφανών προσώπων της μικροαστικής και μεσαίας τάξης. Ανέπτυξε διάφορες μεθόδους, θεμιτές και μη για να διευρύνει την εξουσία και επιρροή του. Παρά την τεράστια προσπάθεια, το 1981, και μετά από ρήξη με βασικά στελέχη του που απεχώρησαν το 1980 και ίδρυσαν νέα σχήματα, το ΔΗΚΟ πήρε μόνο 19,5% των ψήφων.

Ρήξη είχε επέλθει το 1980 μεταξύ του Προέδρου Κυπριανού και του ΑΚΕΛ επίσης, η οποία, όμως, ‘ξεπεράστηγκε’ με το «μίνιμουμ πρόγραμμα συνεργασίας» για διακυβέρνηση. Την συνομολόγησαν τον Απρίλιο του 1982, και η υποστήριξη από το ΑΚΕΛ εξασφάλισε στον Σπύρο Κυπριανού την επανεκλογή του στις προεδρικές εκλογές ενός γύρου, τον Φεβρουάριο 1983.

Το ΔΗΚΟ θεμελίωσε τη δύναμη του στις φιλομακαριακές μάζες, δεξιούς και κεντροδεξιούς εκλογείς οι οποίοι αποστρέφονταν και πολεμούσαν το Δημοκρατικό Συναγερμό, αλλά και κεντροαριστερά στοιχεία που δεν ευνοούσαν την ΕΔΕΚ ή το ΑΚΕΛ. Λόγοι της αντίθεσης στον ΔΗΣΥ ήταν η ένταξη σε αυτόν του ενωτικού ΔΕΚ, όπως επίσης στοιχείων που υποστήριξαν ή μετείχαν στο πραξικόπημα,. Τη δεύτερη μεγάλη ομάδα ένταξης στο ΔΗΚΟ αποτελούσαν όσοι επιλέγουν συνήθως να συνδέονται ή να έχουν κάποια σχέση με την εξουσία, ελπίζοντας ή επιζητώντας να έχουν την εύνοια της. Το σύστημα διορισμών στη δημόσια υπηρεσία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα υπήρξε βασικό όπλο στην ανάπτυξη από το ΔΗΚΟ της πελατειακής σχέσης του με τον ψηφοφόρο.

Από την πρώτη ματιά στον εκλογικό χάρτη με την κατανομή της επιρροής του κόμματος στις εκλογές του 1981, συναντούμε τα πιο ψηλά ποσοστά του κυρίως σε πολύ μικρές και μικρές κοινότητες (με 32% και 26,5% έναντι 19,5% παγκύπρια), ποσοστά που μειώνονται σταδιακά σε 14,5% όσο προχωρούμε σε μεγάλες αγροτικές κοινότητες, όπου επικρατεί ιδεολογική πόλωση, με πολύ υψηλά ποσοστά για το ΑΚΕΛ και τον ΔΗΣΥ.

Η κατάσταση αλλάζει πάλι στις πόλεις και τα προάστια, όπου συγκεντρώνεται ο κύριος όγκος των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με το μερίδιο του ΔΗΚΟ το 1981 να φτάνει το 18,5%.

Μετά την απώλεια της εξουσίας, η κατάσταση αλλάζει για το ΔΗΚΟ, αν και η συμμετοχή στην κυβέρνηση της πρώτης πενταετίας Κληρίδη (1993-1998) έδωσε την ευκαιρία να περαιτέρω ενίσχυση των πελατειακών του σχέσεων μέσα από εξυπηρετήσεις φίλων και οπαδών του. Η σχέση ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ άλλαξε μετά την στήριξη που το κόμμα της δεξιάς προσέφερε στην εκλογή του Αλέξη Γαλανού αντιπροέδρου του ΔΗΚΟ στην πεορδία της Βουλής των Αντιπροσώπων, στα μέσα του 1991. Ακολούθησε συνεργασία των δυο κομμάτων στις δημοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1991.

Από το 1991 η ισχύς του κόμματος στις αστικές περιοχές παρουσιάζεται ελαφρά μεγαλύτερη από τις αγροτικές. Η τάση που διαμορφώθηκε στις εκλογές του 2001 ήταν αρνητική, με γενικό ρεύμα απωλειών. Υπήρξαν επίσης μεμονωμένες περιπτώσεις κερδών για το κόμμα, χωρίς διακριτό ειδικό λόγο.

Το ΔΗΚΟ επανήλθε στην εξουσία το 2003, με στήριξη από το ΑΚΕΛ και την ΕΔΕΚ. Η πολιτική του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου στο Κυπριακό και η καλή επίδοση στην οικονομία, σε συνδυασμό με τη στάση απόρριψης του Σχεδίου Αννάν, τον Απρίλιο του 2004, φαίνονταν να ενισχύουν το ΔΗΚΟ. Αυτό έθρεψε ελπίδες να επανέλθει σε ποσοστά της παλαιάς ισχύος του, που διαψεύστηκαν όμως το 2006, και το κόμμα παρέμεινε στο 17,9%. Η συγκυβέρνηση με το ΑΚΕΛ, μετά την αποτυχία του Τάσσου Παπαδόπουλου να επανεκλεγεί το 2008, δεν βελτίωσε την κατάσταση για το ΔΗΚΟ. Στις εκλογές του Μαϊου 2011, μειώθηκε η επιρροή του κατά δύο μονάδες, η απώλεια συνεχίστηκε επίσης το 2016, όταν το κόμμα εξασφάλισε 14,50%.

Στην περίοδο που διέρρευσε από το 1981 μέχρι σήμερα, το ΔΗΚΟ υφίσταται μεγάλες απώλειες επιρροής, σε υπερδιπλάσιο ποσοστό στην ύπαιθρο παρά στις πόλεις και την περιφέρειά τους. Η βάση της ισχύος του κόμματος σήμερα είναι κατά κύριο λόγο στις αστικές περιοχές, στοιχείο που συνδέει την επιρροή του μέσω του ελέγχου και εξυπηρετήσεων από τη συμμετοχή στελεχών του σε θέσεις στη διοίκηση και τους ημικρατικούς οργανισμούς.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η επιρροή του κόμματος στους πρόσφυγες υπήρξε πάντα πιο μικρή από το μέσο όρο της ισχύος του, ιδιαίτερα σε αυτούς που προέρχονται από την Αμμόχωστο, χώρο έντονης πόλωσης, με το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ να αθροίζουν συντριπτικά ποσοστά. Παρατηρείται επίσης πως, διαχρονικά οι απώλειες του ΔΗΚΟ  στους πρόσφυγες υπερβαίνουν σημαντικά το μέσο όρο απωλειών του, παρά την εθνικιστική στάση που τηρεί στο κυπριακό.

Χαρακτηριστικό επίσης του ΔΗΚΟ είναι οι εσωτερικές προστριβές που επανειλημμένα οδήγησαν σε αποχωρήσεις ή /και αποβολές βασικών στελεχών. Οι αποχωρήσεις το 1980, οι αποβολές και αποχωρήσεις στελεχών κατά τις προεδρικές του 1998 δεν ήταν οι μόνες. Διένεξη σημειώθηκε στις προεδρικές του 2013, λόγω της υποστήριξης προς τον Νίκο Αναστασιάδη, με ορισμένα στελέχη, περιλαμβανομένου του αντιπροέδρου Νικόλα Παπαδόπουλου, να υποστηρίζουν τον Γιώργο Λιλλίκα. Ο Παπαδόπουλος παραιτήθηκε από τη θέση του τον Ιανουάριο του 2013. Ένα χρόνο αργότερα, αναδείχθηκε στην προεδρία του κόμματος, σε βάρος του Μάριου Κάρογιαν. Οι υπουργοί του ΔΗΚΟ στην κυβέρνηση επέλεξαν να παραμείνουν στο χαρτοφυλάκιο τους παρά την κομματική απόφαση για αποχώρηση. Οι προεδρικές εκλογές του 2018 πρόσφεραν νέα αφορμή μαζικών αποβολών, οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία νέου κόμματος, με το ιστορικό όνομα Δημοκρατική Παράταξη (ΔΗΠΑ), με πρόεδρο τον πρώην ηγέτη του ΔΗΚΟ Κάρογιαν. Σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε επιστροφή των διαφωνούντων στο κόμμα.