Το κύριο χαρακτηριστικό που διέκρινε τις εκλογές του 2025 από εκείνες του 2020 δεν ήταν μόνο ο αριθμός των υποψηφίων, αλλά κυρίως η αναμενόμενη απήχηση του καθένα στο εκλογικό σώμα. Από τους οκτώ υποψηφίους στις εκλογές του 2025, μόνο δύο, ο απερχόμενος ηγέτης Ersin Tatar και ο Tufan Erhürman, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (Cumhuriyetçi Türk Partisi) – CTP, φαίνονταν ικανοί να συγκεντρώσουν σημαντικό μερίδιο ψήφων. Οι προοπτικές για τους άλλους έξι ήταν ζοφερές, καθώς κανένας δεν αναμενόταν να εξασφαλίσει περισσότερο από ένα τοις εκατό των ψήφων. Οι εκλογές του 2020 ήταν διαφορετικές, καθώς έξι από τους έντεκα υποψηφίους είχαν εξασφαλίσει πάνω από 4% των ψήφων, με τρεις από αυτούς να ξεπερνούν το 20%. Ο Tufan Erhürman ήταν ένας από τους τρεις που προηγούνταν στο αποτέλεσμα, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση με 21,7%. Υπό αυτές τις συνθήκες, μερικοί σχολιαστές προέβλεπαν αναμέτρηση ενός γύρου το 2025, με τους δύο κύριους υποψηφίους να έχουν παρόμοιες δυνατότητες νίκης στον πρώτο γύρο. Αυτό που δεν κατάφεραν να προβλέψουν, ωστόσο, ήταν το εύρος της διαφοράς τους.
Από την εκλογή του, το 2020, με την υποστήριξη και έντονη παρέμβαση της τουρκικής κυβέρνησης, ο Ersin Tatar υιοθέτησε σκληρή γραμμή στο Κυπριακό, υποστηρίζοντας λύση δύο κρατών αντί της συμφωνημένης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, πολύ στενές σχέσεις ή ακόμα και πλήρη ευθυγράμμιση με την Τουρκία και υποστήριξη πολιτικών εξισλαμισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα που αναγνωρίζει την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου – ΤΔΒΚ, η οποία αυτοανακηρύχθηκε το 1983 στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, και αντιμετωπίζει τον ηγέτη της σαν Πρόεδρο. Παρά τη μη αναγνώριση, ο νικητής των εκλογών είναι ο ηγέτης της κοινότητας, ο οποίος την εκπροσωπεί στις διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Μαζί με την έντονη στρατιωτική παρουσία από το καλοκαίρι του 1974, ο έλεγχος της Τουρκίας έχει με την πάροδο του χρόνου λάβει πολλές άλλες μορφές. Η οικονομία της κοινότητας εξαρτάται από τη χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα από την Άγκυρα, ενώ διάφορα οικονομικά και άλλα πρωτόκολλα συνεργασίας υπογραμμίζουν τον σημαντικό ρόλο και τη θέση της Τουρκίας σε πολλούς τομείς της τουρκοκυπριακής πολιτικής. Επιπλέον, σημειώθηκαν και άλλες μορφές παρέμβασης, για παράδειγμα ανοιχτές προσπάθειες επιβολής στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας (Ulusal Birlik Partisi) – UBP ηγέτη που ευνοούσε η Άγκυρα. Ήδη από το 2012, αυτή η παρέμβαση προκάλεσε εσωκομματικά προβλήματα, τα οποία οδήγησαν σε διαδοχή στην ηγεσία πολλών προσώπων, τρία από αυτά από την εκλογή του Tatar το 2020.
Το 2025, δεκάδες χιλιάδες Τουρκοκύπριοι βγήκαν στους δρόμους σε διαδηλώσεις κατά απόφασης για τις μαντίλες στα σχολεία, φοβούμενοι ότι ήταν μια μορφή μεταφοράς ισλαμικών κανόνων στην κοινότητα. Αν και μουσουλμάνοι, οι Τουρκοκύπριοι ανέκαθεν υιοθετούσαν την κοσμικότητα. Συντηρητικοί πολιτικοί συμμετείχαν επίσης στη διαδήλωση, υπογραμμίζοντας ότι η κοσμικότητα απολαμβάνει ευρείας υποστήριξης στην κοινωνία.
Ο Ersin Tatar επικέντρωσε την προεκλογική του εκστρατεία στην υποστήριξή του για διεθνή αναγνώριση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου – ΤΔΒΚ και στην αναζήτηση λύσης δύο κρατών στην Κύπρο αντί για ομοσπονδία, η οποία αποτελεί το συμφωνημένο στόχο των διαπραγματεύσεων από το 1977. Ισχυρίστηκε ότι μια ομοσπονδία θα οδηγούσε τους Τουρκοκύπριους στην απώλεια της «γης και της σημαίας» τους, παρουσιάζοντάς την ως υπαρξιακή απειλή για την κοινότητα.
Ο Tufan Erhürman, αποφεύγοντας οποιαδήποτε ανοιχτή αντιπαράθεση με την Τουρκία, τόνιζε ότι ο λαός θα λάβει την απόφαση για μια λύση στο Κυπριακό, η οποία θα πρέπει να βρίσκεται στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, και θα συμπεριλαμβάνει την πολιτική ισότητα. Η τελευταία θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με την ελληνοκυπριακή πλευρά, οι οποίες κατέρρευσαν τον Ιούλιο του 2017. Οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να συνεχιστούν υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο πλευρές θα συμφωνήσουν σε χρονοδιάγραμμα, με αποκλεισμό διαδικασίας χωρίς προθεσμίες τέλους.
Παρά το γεγονός ότι το Κυπριακό Πρόβλημα αποτέλεσε βασικό θέμα στην προεκλογική εκστρατεία, οι σχέσεις με την Τουρκία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα οικονομικά προβλήματα και η άνοδος των τιμών, που επηρεάστηκαν επίσης από τη χαμηλή τιμή της τουρκικής λίρας, η οποία είναι το επίσημο νόμισμα, αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες που έκριναν το αποτέλεσμα.
Τα αποτελέσματα διέψευσαν τις δημοσκοπήσεις, καθώς αυτές προέβλεπαν μάχη σώμα με σώμα, με τον καθένα να έχει ίσες πιθανότητες επικράτησης. Η σαρωτική νίκη του Erhürman με ποσοστό 62,8% ήταν τεράστια έκπληξη. Αυτό ήταν επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό για νικητή από το 1990, όταν ο ηγέτης της κοινότητας, Rauf Denktaş, κέρδισε τον υποψήφιο που υποστηρίχθηκε από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης με 66,7% των ψήφων.
Οι άλλοι υποψήφιοι, Kirdağ Arif Salih, Hasgüler Mehmet, Yazıcı Ibrahim, Gürlek Hüseyin, Zorba Osman και Boran Ahmet, συγκέντρωσαν συνολικά το 1,45% των ψήφων.
Η νίκη του Erhürman ερμηνεύτηκε από μέσα ενημέρωσης και αναλυτές σαν έκφραση της υποστήριξης του λαού για λύση στο Κυπριακό, δηλαδή για ομοσπονδία. Έβλεπαν το Κυπριακό σαν το βασικό παράγοντα που έκρινε την έκβαση των εκλογών. Ωστόσο, το γενικό αρνητικό κλίμα, το αδιέξοδο στις συνομιλίες από το 2017 και η απουσία οποιασδήποτε θετικής προοπτικής στο εγγύς μέλλον, δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τέτοια σύνδεση. Σίγουρα, το Κυπριακό Πρόβλημα παραμένει σημαντικό κριτήριο σε οποιαδήποτε εκλογή ηγεσίας. Ωστόσο, ούτε οι συνθήκες ούτε η πολύ υψηλή βαθμολογία του Erhürman μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άποψη ότι ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας. Το κύριο ζήτημα, ο βασικός παράγοντας που καθόρισε την ψήφο ήταν η υπεράσπιση της κοινότητας και η επιβίωσή της. Ήταν μια αντίδραση στις παρεμβάσεις της Τουρκίας και στις απειλές κατά της κοσμικότητας, του τρόπου ζωής και της αυτονομίας της. Αν και οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι αποδέχονται και αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται την στήριξη της Τουρκίας, δεν δέχονται να είναι υπήκοοί της. Αυτή ήταν επίσης θέση που προέβαλε ο Mustafa Akıncı, το 2020. Έχασε τις εκλογές αντιμετωπίζοντας ανοιχτά την Άγκυρα, η οποία υποστήριξε τον Ersin Tatar. Το 2025, ο Erhürman ήταν πιο προσεκτικός, φροντίζοντας να μην προσβάλει τη μητέρα-πατρίδα. Ωστόσο, η αντίδραση της κοινότητας αποδείχθηκε ισχυρότερη, καθώς ο λαός πάλεψε ενάντια σε σαφή υπαρξιακή απειλή. Αυτή η αντίδραση εξουδετέρωσε την υποστήριξη που παρείχαν επί τόπου η Άγκυρα και οι αξιωματούχοι του ΑΚΡ στον Tatar, συνοδεύοντάς τον στην προεκλογική του εκστρατεία, επισκεπτόμενοι χωριά και μιλώντας με τον λαό υπέρ του. Παράλληλα με τα παραπάνω, μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος αντέδρασαν στην υποταγή του Tatar στην Τουρκία, αλλά και στις πολιτικές του για την οικονομία και άλλα ζητήματα, καθώς και στο αλαζονικό του ύφος. Η στάση του ήταν αντίθετη με το όραμα που είχε η κοινότητα για τον εαυτό της.
Προκύπτει ένα ερώτημα, συγκεκριμένα, πώς θα μπορούσε το παραπάνω επιχείρημα να εξηγήσει το υψηλό ποσοστό που έλαβε ο Tufan Erhürman από τους εποίκους από την Τουρκία; Στην πραγματικότητα, με εξαίρεση μια ομάδα κοινοτήτων που κατοικούνται αποκλειστικά από εποίκους, σε όλες τις άλλες ομάδες όπου οι έποικοι είναι ισάριθμοι ή αποτελούν πλειοψηφία έναντι των Τουρκοκυπρίων, ο Erhürman έλαβε πάνω από 50%. Γιατί;
Θα μπορούσαμε να δούμε τρεις λόγους: την πρόσβαση σε αυτές τις κοινότητες από τον υποψήφιο, το μήνυμα που μετέφερε και τις προοπτικές που θα μπορούσε να ανοίξει αυτό το μήνυμα για τους εποίκους. Η περιορισμένη πρόσβαση και απήχηση στις κοινότητες με εποίκους ήταν όλα αυτά τα χρόνια το κύριο χαρακτηριστικό των σχέσεων μεταξύ του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος – CTP και των εποίκων. Μέχρι το έτος 2000, τα αριστερά κόμματα μόλις που κατάφερναν να κερδίζουν μαζί 10% των ψήφων των εποίκων, ενώ δεν είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν υποψηφίους στις τοπικές εκλογές σε κοινότητες εποίκων. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν αφότου το CTP έγινε εταίρος στην εξουσία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και, το 2003, το σύνολο των ψήφων του CTP και του Κινήματος Ειρήνης και Δημοκρατίας (Barış ve Demokrasi Hareketi – BDH) αυξήθηκε στο 20% στις κοινότητες αποκλειστικά εποίκων. Το 2005, όταν ο Mehmet Ali Talat κέρδισε τις εκλογές στον πρώτο γύρο, εξασφάλισε περισσότερο από 30% και, το 2015, ο Akıncı έλαβε 38% στις κοινότητες εποίκων. Το 2025, το CTP ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να έχει πρόσβαση σε αυτές τις κοινότητες, με το μήνυμα του Erhürman «Θα υποστηρίξω το δικαίωμά σας στην ευρωπαϊκή ιθαγένεια» να έχει σημαντικό αντίκτυπο. Οι προοπτικές που θα μπορούσε να ανοίξει μια τέτοια υπόσχεση για αυτήν την ομάδα ανθρώπων μπορούσαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και την ψήφο για τον Erhürman, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς ζουν σε γκετοποιημένες κοινότητες και η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας τους αρνείται την μετακίνηση πέρα από τη διαχωριστική γραμμή ή την απόκτηση διαβατηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Erhürman έδωσε μια αχτίδα ελπίδας. Ανάλυση της ψήφου ανά ομάδα κοινοτήτων δείχνει ότι κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό, σχεδόν 70%, στην πόλη της Λευκωσίας και στις παραδοσιακές τουρκοκυπριακές κοινότητες (που κατοικούνταν από Τουρκοκύπριους και πριν από το 1974), με το χαμηλότερο στις κοινότητες με μόνο εποίκους (39,2%), τη μόνη ομάδα όπου οι Tatar κέρδισε την πλειοψηφία.